Μαρία Κάλλας: Η “La Divina” με τη θυελλώδη ζωή- Αλήθειες και ψέματα..
Αγιοποιηµένη, αποκαθηλωµένη, drama queen, έρµαιο του Αριστοτέλη Ωνάση – καθένα και χιλιάδες ακόµα (εννοείται) από τα παραπάνω έχουν αποδοθεί στη «La Divina», την κορυφαία γυναικεία λυρική φωνή του 20ού αιώνα. ∆ιθύραµβοι και ευτελείς φηµολογίες µαζί για τη Μαρία Κάλλας... Συνοψίζοντάς τη σε τρεις λέξεις, 101 χρόνια µετά τη γέννησή της, καταλήγεις στο ότι υπήρξε (έτσι απλά) υπηρέτρια της Τέχνης.
Σφραγίζοντας ανεξίτηλα την όπερα. Κατ’ επέκταση, και τον παγκόσµιο πολιτισµό. Από το «µενού» δεν λείπουν coff ee table books, βιογραφίες, ταινίες, θεατρικά, έργα Τέχνης. Και πλείστα όσα ντοκιµαντέρ για µια γυναίκα, στην περίπτωση της οποίας η λέξη «µύθος» ασφαλώς δεν είναι καταχρηστική. Πώς συνθέτεις το πορτραίτο µιας κυρίας, µε πάθη και θυελλώδη ζωή; Πού βρίσκεται η αλήθεια για τη Maria, που γεννήθηκε στις 2/12/1923 και βαφτίστηκε Μαρία Αννα Σεσίλια Σοφία Καλογεροπούλου;
Πόση βάση έχει το πορτραίτο διά χειρός Πάµπλο Λαρέν (ή Λαραΐν – διαλέξτε, δεν θα τα χαλάσουµε εκεί); Πόσο ισοπεδωτικό για την προσωπικότητά της ήταν το πέρασµα από τη ζωή της (µε το όχι happy end) του Αριστοτέλη Ωνάση;
Πόσο κακοποιητική ήταν η µητέρα της, που ο Λορέν θέλει να την εξέδιδε µαζί µε την αδερφή της, Υακίνθη (Τζάκι), στους ναζί; Η αντίστιξη του οπερατικού µεγαλείου της µε το βαθύ τραύµα που κουβαλούσε, η βαθιά µοναξιά της – όλα ανήκουν στο κινηµατογραφικό σύµπαν του Χιλιανού. Η ατρόµητη, στη σκηνή, σοπράνο, µε τη χαρισµατική φωνή και τις ποικίλες πληγές, ακτινογραφείται από τον καταξιωµένο σκηνοθέτη.
Η Αντζελίνα Τζολί πλησιάζει την Κάλλας µε σεβασµό, δίνοντας ερµηνεία ζωής. Με την πορσελάνινη οµορφιά της, ταυτόχρονα επικοινωνεί στο µάξιµουµ τα αλληλοσυγκρουόµενα συναισθήµατα της καθηλωτικής ντίβας, που τη διέκριναν σε όλη της τη ζωή. Η πλειονότητα των σινεκριτικών τη θέλει υποψήφια για τον δεύτερο «θείο Οσκαρ» – από τώρα. Αλλά ποια είναι η πραγµατική Κάλλας; Πριν από λίγο καιρό, διαβάζαµε το υπερφωτισµένο, µε τη σειρά του, λεύκωµα των εκδόσεων Assouline «Maria by Callas» του Τοµ Βολφ, κινηµατογραφιστή, σκηνοθέτη και φωτογράφου, για τη Μαρία. Και για την Κάλλας. Τι µας πέρασε; Εναν χείµαρρο -υπερφωταγωγηµένων- συναισθηµάτων. Οπως ήταν κάθε πτυχή της ζωής της. Ή όχι;
Ο Όμηρος της Μαρίας και του Αριστοτέλη
Θα θυµάστε ίσως την ιστορία του φηµολογούµενου γιου των Κάλλας – Ωνάση, που πήρε το όνοµα Οµηρος. Η «ιστορία» αποτυπώθηκε στις σελίδες του βιβλίου «Greek Fire. The Love Aff air of Maria Callas and Aristotle Onassis».
Ο Νικόλας Γκατζογιάννης (Γκέιτζ) περιγράφει την εγκυµοσύνη και τη γέννηση του γιου της µε τον Ωνάση, για την οποία «µίλησε µόνο στους βοηθούς της, Μπρούνα και Φερούτσιο, και πολλά χρόνια αργότερα στην καρδιακή φίλη της, Βάσω ∆εβετζή». Εκεί διαβάζουµε λεπτοµέρειες για το πιο επιρρεπές στη σκανδαλοθηρία κεφάλαιο της ζωής της – τον Ωνάση.
Από την άλλη, ο µέντορας, ο «επιβήτορας σύζυγός της, Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, την απέτρεψε, στο όνοµα της ανοδικής καριέρας της, από εγκυµοσύνη». Για να µας πει ο Γκέιτζ ότι ο καρπός του έρωτά της µε τον Ωνάση ήρθε στον κόσµο στις 30/3/1960. Οτι ονοµάστηκε Οµηρος Λενγκρίνι και «απεβίωσε λίγο µετά τη γέννησή του εξαιτίας σοβαρών αναπνευστικών προβληµάτων».
Παρουσιάζει και το πιστοποιητικό θανάτου του και φωτογραφία του – όπως γράφει, «η Κάλλας την είχε παντού µαζί της». Γράφει και για «απαίτηση διακοπής κύησης από τον Ωνάση». Και για το ότι ο Μενεγκίνι «την εκβίασε, θέτοντας ως όρο για την υπογραφή του διαζυγίου τη µη δηµοσίευση της κατάστασής της και την παραχώρηση στο πρόσωπό του τού 50% των δικαιωµάτων από τις ηχογραφήσεις της». Πού βρίσκεται η αλήθεια; Ως συνήθως, κάπου στη µέση.
Φινάλε στο Παρίσι
Εστιάζοντας στο φινάλε της γυναικάρας στο παριζιάνικο διαµέρισµα της οδού Φος, σε αυτά τα τεράστια, εκφραστικά καστανά µάτια, στο απαράµιλλο γέλιο και σε αυτή τη µοναδική φωνή, που τραγουδάει από το σύµπαν -«υπάρχει ένα κενό στο σύµπαν και εσύ τραγουδάς από εκεί», έλεγε ο επιστήθιος φίλος της Πιερ Πάολο Παζολίνι, αποχαιρετώντας την-, στεκόµαστε στο νεαρό, παχουλό πλάσµα, που πρωτοεµφανίστηκε δειλά στην «Αΐντα» κι έκανε ντεµπούτο στο ιστορικό κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην Ακαδηµίας, όπου στεγάζεται τώρα το οµώνυµο ίδρυµα. Στις διακοπές µε τη θαλαµηγό «Christina O».
Στις φιλίες µε την Γκρέις Κέλι και τον Λουκίνο Βισκόντι. Στο ότι αναδείχθηκε το 1940-1950, όταν οι µεγαλύτερες λυρικές τραγουδίστριες των προηγούµενων δύο δεκαετιών (Κίρστεν Φλάγκσταντ, Ρόζα Πόνσελ, Κλαούντια Μούτσιο) σταδιακά εγκατέλειπαν την οπερατική σκηνή, χάνοντας τα «φωνητικά πυροτεχνήµατα» που διέθεταν στο παρελθόν. Στο ότι η Κάλλας όχι απλώς ανταποκρίθηκε, αλλά άφησε στη σκιά της τις προηγούµενες. Στο ότι αυτή η ιδανική για την ανάδειξή της συγκυρία ήρθε στο προσκήνιο υπό την καθοδήγηση της δασκάλας της, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, κορυφαίας σοπράνο των 20s, που από την πρώτη στιγµή αναγνώρισε τη µοναδικότητά της.
Στο ότι δεν µιλάµε µόνο για «υπεράνθρωπες» υψηλές νότες (fl ute-like high notes), αλλά και για ηθοποιό υψηλότατων αξιώσεων: το ‘61, όταν η Κατίνα Παξινού παρευρέθη σε πρόβα της «Μήδειας» µε την Κάλλας στην Επίδαυρο, µε το που εµφανίστηκε στη σκηνή κρατώντας το πέπλο της µπροστά από το πρόσωπό της ψιθύρισε µε θαυµασµό στον Αλέξη Μινωτή: «Αυτή είναι η Μήδεια. Η Μαρία είναι η Μήδεια!».
Η ίδια έλεγε: «∆εν γνωρίζω τι µου συµβαίνει στη σκηνή. Κάτι µυστηριώδες µε διακατέχει». Ακόµα και όταν άρχισε να χάνει τη φωνή που είχε στα νιάτα της, παρέµενε εκφραστική και απόλυτα συναισθηµατική. Το 1973- 1974, στο παγκόσµιο τουρ της, παρότι η φωνή της δεν ήταν όπως παλιά, ένιωθε στο πετσί της την ηρωίδα που ερµήνευε. Η Μαρία εξαφανιζόταν και µεταµορφωνόταν σε Κάλλας: γινόταν η Λεονόρα, η Νόρµα, η Τόσκα, η Κάρµεν. «Στη σκηνή µόνο αισθάνοµαι αγαπητή, αποδεκτή από το κοινό µου», έλεγε. Ελεγε και ότι «η αγάπη λειτουργεί καλύτερα όταν δεν είναι κανείς παντρεµένος». Και «ό,τι έχω να πω είναι στη µουσική µου, στους δίσκους µου». Και ότι «υπάρχουν δύο άνθρωποι µέσα µου: η Μαρία και η Κάλλας, την οποία πρέπει να βγάλω ασπροπρόσωπη».
«Δεν ήταν τραγική φιγούρα»
Ο «Guardian» σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφιέρωµά του σε εκείνη, µε αφορµή την κυκλοφορία του «Maria» στις αίθουσες -από προχθές, 5/12-, δηµοσίευσε άρθρο µε τον πηχυαίο τίτλο «∆εν ήταν τραγική φιγούρα».
Επεξηγώντας: «Είναι παράλογο οποιοσδήποτε να θεωρεί πως άρχισε να οδεύει προς την αυτοκαταστροφή λόγω Ωνάση. ∆εν πρόκειται για ακόµα µία δραµατική περίπτωση, όπως των Τζάνις Τζόπλιν, Εντίθ Πιάφ, Μπίλι Χόλιντεϊ και Εϊµι Γουαϊνχάουζ». ∆ηλώνοντας, έτσι, µε την Αντζελίνα Τζολί, ότι «µια τόσο ισχυρή προσωπικότητα δεν θα κατέρρεε επειδή ήρθε το τέλος στη σχέση της µε τον Ωνάση. Οσο κι αν τον αγαπούσε».
Η «Αντζι» υπερτονίζει -παρότι ο Λαρέν διευκρίνισε ότι «θέλησα να φτιάξω ένα εντυπωσιακό πορτραίτο της, στηριζόµενος και σε αληθινά στοιχεία για τη ζωή της, αλλά και στη φαντασία»- ότι «η κακοποιητική συµπεριφορά της µητέρας της τη σηµάδεψε. Και στο τέλος -το σηµαντικότερο- το ότι “έχασε” τη φωνή της».
Η ίδια δεν αυτοχαρακτηρίστηκε ποτέ θρύλος: «Τι είναι ένας θρύλος; Το κοινό µε έχει φτάσει εδώ. Αλλά είµαι φυσιολογικός άνθρωπος. Αν δεν ήµουν, ίσως να τραγουδούσα καλύτερα». Κι αν πολλοί θεωρήσουν την απόφασή της να µη συνεχίσει την παράσταση της «Νόρµα» τον Ιανουάριο του ’58 στη Ρώµη, λόγω αρρώστιας, ως σκάνδαλο και προσβολή εκ µέρους της προς το κοινό, η αλήθεια είναι πως έτσι θέλησε να αποφύγει την προσβολή προς τον συνθέτη – κάτι που θεωρούσε δεδοµένο, εάν ερµήνευε τον ρόλο της Νόρµα µε «ανεπαρκή», κατ’ αυτήν, φωνή.
Το χειροκρότηµα και οι επευφηµίες, άλλωστε, είναι συνέπεια και όχι η αιτία! Το όνοµα Κάλλας τελικά παραπέµπει σε µια γενναία ψυχή, σε έναν µεγαλοπρεπή άνθρωπο, που αγωνίστηκε για το καλλιτεχνικό ιδεώδες· ήθελε να δίνει κάθε στιγµή τον καλύτερό της εαυτό, όχι γιατί την απολάµβαναν βασιλιάδες και κροίσοι, αλλά επειδή, συνειδητά ή όχι, ήταν σύµφυτη, εν κατακλείδι, µε την υψηλή τέχνη, µε τον ίδιο τον πολιτισµό. Κι αν έλεγε ότι «η αδερφή µου ήταν λεπτή, όµορφη, η µητέρα µου πάντοτε την προτιµούσε. Εγώ ήµουν το ασχηµόπαπο, αλλά είναι άκαρδο να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχηµα… ∆εν θα τη συγχωρήσω που µου αφαίρεσε την παιδική µου ηλικία. Ενώ έπρεπε να παίζω και να µεγαλώνω, τραγουδούσα ή έβγαζα λεφτά. Οσα έκανα ήταν καλά και όσα έκαναν σε εµένα ήταν κυρίως κακά», τι σηµασία έχει; Ηταν ανθρώπινη. Πολύ. Και εκεί είναι το αέναο µεγαλείο της.
Οσο για το «Maria», αξίζει ειδική αναφορά στα κοστούµια της Τζολί στην ταινία των 121 λεπτών, που κόστισε περισσότερα από 20 εκατ. δολάρια. Είναι διά χειρός Μάσιµο Καντίνι Παρίνι -που έχει αποσπάσει υποψηφιότητα για Οσκαρ-, ο οποίος τονίζει: «Σκιαγραφώντας τη, θέλησα, µέσω των ρούχων, να επικοινωνήσω την αθάνατη διάστασή της – τη γυναίκα και ταυτόχρονα την ντίβα, που, ό,τι κι αν έκανε ακτινοβολούσε». Ετσι είναι: Παρά τα απύθµενα σκοτάδια της, η Κάλλας µόνο µε φως ταυτίζεται.
Πηγή: secret-parapolitika.gr (Ντονατέλλα Αδάμου)