Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης: «ΘΑ ΕΛΘΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ»

Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης: «ΘΑ ΕΛΘΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ»

«ΘΑ ΕΛΘΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ»

του Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη,

Βουλευτή Ροδόπης Νέας Δημοκρατίας – πρώην Υπουργού Παιδείας

Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

Η στιβαρή διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά την μεταπολίτευση, με το εμπνευσμένο Σύνταγμα του 1975 εδραίωσε τη Δημοκρατία μετά από 27 μεταβολές Πολιτευμάτων που προηγήθηκαν από την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας το 1830, επέβαλε την εθνική συμφιλίωση μετά τον εθνικό διχασμό, επέτυχε ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και μια διάχυτη ευημερία κερδίζοντας τον πόλεμο κατά της φτώχειας και τέλος διασφάλισε τον Ευρωπαικό προσανατολισμό κόντρα σε όλες σχεδόν τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής του, που έβγαλε τη Ελλάδα από μια μακρά εθνική απομόνωση εντάσσοντας την στην ισχυρή Ευρωπαϊκή Οικογένεια.

Η Γενιά της Μεταπολίτευσης υπήρξε μια έντονα πολιτικοποιημένη γενιά. Ο αγώνας της κατά της Δικτατορίας προσδιόρισε την ταυτότητα της και φόρτισε ιδεολογικά την αντίληψη της για τη ζωή, την οικονομία, την πολιτική. Υπήρξαν αρκετοί από αυτή τη γενιά που κεφαλαιοποίησαν προσωπικά τη συμμετοχή τους στην προσπάθεια για αποκατάσταση της δημοκρατίας εισερχόμενοι στην πολιτική ως νέοι πρωταγωνιστές. Υπήρξαν όμως και άλλοι, γνήσια ιδεολόγοι και ρομαντικοί που μετά την εξέγερση της Νομικής και του Πολυτεχνείου επέστρεψαν στην καθημερινότητα τους, χωρίς να εκμεταλλευτούν στο ελάχιστο την περίοδο της αποχουντοποίησης και το νέο ξεκίνημα της δημοκρατίας, παρότι είχαν συμβάλει σημαντικότατα σε αυτά.

Το κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής γενιάς είναι η έντονη ιδεολογικοποίηση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η σταδιακή μετάπτωση της σε αρκετές περιπτώσεις σε μια ιδεοληψία που συχνά δημιούργησε αγκυλώσεις καιj δογματισμούς, οι οποίοι δεν επέτρεψαν την Ελλάδα να διαβάσει εγκαίρως τα νέα διεθνή ρεύματα, να προχωρήσει γρήγορα σε τολμηρές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και να μπει στην πρωτοπορεία των εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Μη Κρατικών Πανεπιστημίων που συνεχίζει να υπερασπίζεται με εμμονή η Αριστερά μαζί με τμήμα της υπερσυντηρητικής Δεξιάς.

Αυτό γίνεται απολύτως ευδιάκριτο τη δεκαετία του 1980 και 1990 που έχει μεν το θετικό ότι επανεντάσσεται στην πολιτική ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που ο ελιτισμός το είχε οδηγήσει στο περιθώριο. Έχει όμως και το αρνητικό της βουτιάς στον λαϊκισμό που εκφράζεται με την επιστροφή στα μπλε και κόκκινα καφενεία, την καταστροφική για την οικονομία πολιτική των κοινωνικοποιήσεων, τη στρεβλή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων που μερικές φορές αντί να συμβάλουν στη δημιουργία ανταγωνιστικών προϋποθέσεων της εθνικής οικονομίας επενδύουν στην προσωρινή ευδαιμονία σημαντικών παραγωγικών ομάδων που αδρανοποιούνται και σταδιακά καταστρέφονται πχ θαλασσοδάνεια σε επιχειρηματίες, άστοχες επιδοτήσεις σε αγρότες κλπ. Παράλληλα την περίοδο αυτή γιγαντώνεται το κράτος, αποθεώνεται η κομματική ταυτότητα και κομματικοποιείται έντονα η δημόσια διοίκηση σε βάρος της αξιοκρατίας και φυσικά της παραγωγικότητας. Σταθμός αυτής της αρνητικής εξέλιξης είναι η κατάργηση των γενικών διευθυντών που ταυτίζεται με την κατάλυση της διοικητικής ιεραρχίας, του καθηκοντολογίου των δημοσίων λειτουργών και την οριστική κατάργηση κάθε αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα.

Η πολιτική ορμή και η εμπειρική δεξιότητα της μεταπολιτευτικής γενιάς να κυριαρχεί στο νέο κομματικό σύστημα είναι οι βασικές αιτίες εγκλωβισμού του πολιτικού συστήματος στους ίδιους πρωταγωνιστές για αρκετές δεκαετίες. Κάποιοι που με τη νοοτροπία και τις επιλογές τους τις πρώτες μεταδικτατορικές δεκαετίες δημιούργησαν στρεβλώσεις και προβλήματα, κατέστησαν επί της ουσίας «σάντουιτς» την επόμενη γενιά, διότι επέστρεψαν συχνά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους αργότερα «για να μας σώσουν» από τις συνέπειες των δικών τους πολιτικών και ιδεληπτικών επιλογών.

Δεν είναι τυχαίο ότι η γενιά που ακολούθησε τη μεταπολιτευτική γενιά δεν είχε τις ευκαιρίες να αναδείξει επαρκώς το δικό της στίγμα, παρότι επέτυχε σημαντικές αλλαγές στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο ανατρέποντας την κυριαρχία της Αριστεράς στους ακαδημαϊκούς και τους εργασιακούς χώρους. Κάθε γενιά όμως έχει το δικαίωμα να εκφράσει την δική της εποχή με τους δικούς της τρόπους, τους δικούς της πρωταγωνιστές και τα δικά της διακυβεύματα. Το μόνο που πρέπει να διασώζεται και να μεταλαμπαδεύεται είναι η φλόγα για μια καλύτερη Ελλάδα και οι διαχρονικές αξίες του πολιτισμού μας που κράτησαν το έθνος μας ψηλά, ακόμα και σε στιγμές που το κράτος μας δεν τα κατάφερνε.

Αυτή η αντίληψη μπορεί για κάποιους θαυμαστές ξένων ιδεολογημάτων να φαίνεται συντηρητική, είναι όμως αναγκαίος όρος εθνικής επιβίωσης και κυριαρχίας σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης που επικρατεί διεθνώς η τάση κλωνοποίηση των εθνικών πολιτισμών και επιβολής του ισοπεδωτικού φαινομένου του McDonaldisation.

Οι γενιές X(1965-1980), Millennials(1981-1996), Z (1997-2012) και Alpha (2010-2020) είναι Ελληνίδες και Έλληνες που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και εντάχθηκαν στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική, χωρίς τις προκαταλήψεις των προηγούμενων γενεών που γνώρισαν πολέμους, προσφυγιές, εμφύλιους, δικτατορίες. Έχουν το δικαίωμα να δώσουν το δικό τους στίγμα και να βάλουν τη δική τους σφραγίδα σε όλους τους χώρους, στην οικονομία , τη διοίκηση, την ακαδημαϊκή κοινότητα- τεχνοκρατία, στην πολιτική και έχουμε την υποχρέωση ως πολιτεία να τους παρέχουμε όχι μόνο τις δεξιότητες αλλά και την Παιδεία που θα τους μεταλαμπαδεύει συνεχώς τις διαχρονικές αξίες του πολιτισμού και του έθνους μας.

Ενδεχομένως αυτές οι γενιές, αν τους δοθεί η ευκαιρία, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, την τεχνητή νοημοσύνη, τις ευκαιρίες των ανοιχτών αγορών, την αντίληψη για ένα σύγχρονο κράτος, την κοινωνική κινητικότητα που δημιουργεί ισότητα ευκαιριών για όλους, τη δυνατότητα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς να συμβάλει στην εδραίωση ενός ανθρωποκεντρικού συστήματος κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης να καταφέρουν αποτελεσματικότερα από τους προηγούμενους, να σπάσουν ταμπού και ιδεοληψίες και επενδύοντας στην Παιδεία και τον Πολιτισμό μας να επαναφέρουν την Ελλάδα ξανά σε διεθνείς πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Βασικό στοιχείο για την επιτυχία στο μέλλον είναι η αντικατάσταση της νοοτροπίας της μιζέριας και της εσωστρέφειας με μια Εθνική Αυτοπεποίθηση που θα επιδιώξει να ταυτίσει την διαρκή προσπάθεια του Ελληνικού Κράτους για ανάπτυξη με την διαχρονική επιτυχία του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Πολιτισμού που για 3000 χρόνια επιβιώνει και μεγαλουργεί έχοντας κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό ως υπερασπιστής των πανανθρώπινων αξιών.

50 χρόνια μετά την εδραίωση της πιο ανθεκτικής και ώριμης δημοκρατίας στην Ελλάδα οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ως πολιτικό σύστημα ότι δεν εκπροσωπούμε απλά ενα κράτος περίπου 200 ετών με 11 εκ. κατοίκους που φθίνει δημογραφικά, αλλά ένα έθνος πολύ μεγαλύτερο των γεωγραφικών του ορίων και ένα μεγάλο διαχρονικό πολιτισμό που συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική μήτρα παραγωγής πανανθρώπινων αξιών όπως η δημοκρατία, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η ελευθερία, η ανθρωπιά …

Στη νέα απροσδιόριστη εποχή που ξεκινά διεθνώς, όπου η τεχνολογία θα συγχέει τη φυσική με την ψηφιακή πραγματικότητα αναστατώνοντας και επαναπροσδιορίζοντας όλες σχεδόν τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής και δράσης(Internet of things, blockchain, metaverse, avatar κλπ) και κλονίζοντας παραδοσιακές αρχές και αξίες, η Ελλάδα καλείται ξανά να διαδραματίσει το ρόλο της παγκόσμιας συνείδησης. Η Ελληνική Δημοκρατία προκαλείται να καθοδηγήσει στο βαθμό που της αναλογεί την ανθρωπότητα προς ένα σύστημα διαχρονικών αξιών, αλλά και σύγχρονων ηθικονομικών κανόνων που θα αποκαθιστούν όσο είναι εφικτό την αρμονία μεταξύ ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης από τη μία και ώριμης ανθρωπιστικής, φιλοσοφική, πολιτικής και ηθικονομικής αντίληψης από την άλλη. Αυτή είναι μια μεγάλη και δύσκολη αποστολή που ίσως χρειαστεί να επωμιστεί πρωταγωνιστικά η Ελλάδα με το πολιτιστικό βάθος που διαθέτει, αν θέλει η Δημοκρατία μας να ξαναβρεθεί στην πρωτοπορεία των διεθνών εξελίξεων.

Μια τόσο υψηλή εθνική στρατηγική στόχευση μπορεί να έχει ως μοναδική στέρεη βάση, όχι απλά την εκπαίδευση των νέων Ελλήνων, αλλά την πραγματική Ελληνική Παιδεία δικαιώνοντας την πρόβλεψη που από πολύ νωρίς έκανε ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης:

«Θα έλθει σύντομα η στιγμή που ο πολιτισμός μας θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητας του…»

Άρθρο στο περιοδικό της Βουλής, ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΗΛΙΟ24.7.2024

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μοιραστείτε τό