Άρθρο σχετικά με τους πλειστηριασμούς

Άρθρο σχετικά με τους πλειστηριασμούς

Άρθρο του δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω, Λεωνίδα Στάμου

Στις 07 Φεβρουαρίου 1992 υπογράφηκε στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, επίσημα γνωστή  ως «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» ή/και «Συνθήκη Μάαστριχτ». 

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, θεωρείται η πλέον ιστορική και σημαντική συνθήκη της Ευρωπαϊκής ηπείρου και η δεύτερη ομοίως σε παγκόσμια κλίμακα μετά εκείνης της ίδρυσης του ΟΗΕ. 

Ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία παρόμοια συνθήκη με τόσο πλούσιο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιεχόμενο, που να διατηρούσε ταυτόχρονα και το “ισότιμον” των συμμετεχόντων κρατών. 

Με το μόνον άρθρο του ν.3341/2005 (Α΄115), «κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης μετά των Πρωτοκόλλων που προσαρτώνται στη Συνθήκη των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ της Συνθήκης και των σχετικών Δηλώσεων που προσαρτώνται στην Τελική Πράξη της Διάσκεψης των αντιπροσώπων των Κυβερνήσεων των Κρατών-Μελών, που υπογράφηκαν στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου 2004»

Έκτοτε, η Ελλάδα, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύεται από το Ευρωπαϊκό Παράγωγο Δίκαιο, από τους κανόνες δικαίου, δηλαδή, που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιέχονται  σε Κανονισμούς, Οδηγίες και Αποφάσεις. Σύμφωνα δε, με το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), «Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς.»

Περαιτέρω, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και των κυκλικών μηχανισμών που συνέβαλαν στο ξέσπασμά της και επιδείνωσαν τις συνέπειές της, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board – FSB), η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) και η G-20 απηύθυναν συστάσεις για τη μείωση των κυκλικών επιπτώσεων των χρηματοοικονομικών κανονισμών. 

Τον Δεκέμβριο του 2010, η BCBS εξέδωσε νέα παγκόσμια κανονιστικά πρότυπα για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών (κανόνες Βασιλείας ΙΙΙ), συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που απαιτούν την τήρηση αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας. 

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (ενδιαφέρον ΕΟΧ), εκδόθηκαν:

α) η ΟΔΗΓΙΑ 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ και 

β) ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012.

Μάλιστα, κατά το σημείο 5 της αιτιολογικής του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, ρητώς ορίζεται ότι: «Ο παρών κανονισμός και η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει μαζί να θέτουν το νομικό πλαίσιο που θα διέπει την πρόσβαση σε δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (εφεξής από κοινού «ιδρύματα»). Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συνδυάζεται με την εν λόγω οδηγία.».

Στην Ελλάδα, προκειμένου να στηριχθεί το εγχώριο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, επισπεύσθηκε η ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού παράγωγου δικαίου (Οδηγίες) και ψηφίσθηκαν νομοθετήματα που εν συνεχεία τροποποιήθηκαν σημαντικά. Στα πλαίσια αυτά, α) εκδόθηκε, με τον ν. 4172/2013 (A’106), ο υφιστάμενος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), β) η άνω νέα τραπεζική Οδηγία για τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις (Capital Requirements Directive – CRD) των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενσωματώθηκε με το νόμο 4261/2014 (Α΄107), γ) αντικαταστάθηκε από 01.01.2015, δυνάμει του Κανονισμού ΕΕ 1606/2002, το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Τραπεζών (ΚΛΣΤ, ΠΔ 384 ΦΕΚ A’ 210/31.12.1992) με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ), δ) συστήθηκαν, με τον ν. 4354/2015 (A’ 176), εταιρίες διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Το τελευταίο νομοθέτημα (4354/2015), αν και εύλογα παραπέμπει στην πρακτική που είχε ήδη θεσμοθετηθεί στην Ιρλανδία κάποια χρόνια ενωρίτερα για την αντιμετώπιση των δικών τους ΜΕΔ, ήταν τόσο καινοτόμο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, που η ΕΕ νομοθέτησε τη δημιουργία ανάλογων (του 4354/2015) νέων οντοτήτων μόλις το 2021 (Οδηγία (ΕΕ) 2021/2167).

Με το άρθρο 1 του ν.4354/2015 εισήχθησαν στην Ελληνική έννομη τάξη δύο (2) νέα εταιρικά μορφώματα: οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ.) και οι Εταιρείες Μεταβίβασης Απαιτήσεων από Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Μ.Α.Μ.Ε.Δ.).

Το νομοθέτημα ως ψηφίστηκε δεν χαρακτήριζε το είδος των νέων αυτών οντοτήτων αφού είναι γνωστό ότι ο χαρακτηρισμός κάθε οντότητας που θέλει να δραστηριοποιηθεί στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, γίνεται από την αρμόδια Κεντρική Τράπεζα, η οποία και χορηγεί άδεια λειτουργίας στην εν λόγω οντότητα ανάλογη του χαρακτήρα και των δραστηριοτήτων της. 

Η Βουλή των Ελλήνων, όμως, φρόντισε με το άρθρο 70 του ν.4389/2016 (Α΄94) αφ’ ενός να αλλάξει την ονομασία των νέων εταιρικών μορφωμάτων από Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ.) και Εταιρείες Μεταβίβασης Απαιτήσεων από Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Μ.Α.Μ.Ε.Δ.) σε Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) και σε Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.),αντίστοιχα, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτόν την δραστηριότητά τους και στα ενήμερα δάνεια και πιστώσεις και αφ’ ετέρου να ψηφίσει ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ.)  λογίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί

Να θυμίσουμε ότι “Χρηματοπιστωτικός Οργανισμός”, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α’ 166), είναι: «α) Οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, β) Οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, γ) Τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, δ) Τα ιδρύματα πληρωμών, ε) Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων, στ) Οι ταχυδρομικές εταιρείες στην έκταση που ασκούν τη δραστηριότητα της διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων, ζ) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, η) Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, θ) Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία, ι) Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών, ια) Οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ιβ) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης, ιγ) Οι ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν ασφαλίσεις ζωής ή/και παρέχουν υπηρεσίες σχετιζόμενες με επενδύσεις, ιδ) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του π.δ. 190/2006 (ΦΕΚ 196 Α`), όταν δραστηριοποιούνται στον τομέα της ασφάλειας ζωής ή και της παροχής υπηρεσιών σχετιζόμενων με επενδύσεις. Εξαιρούνται οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, όπως ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ως άνω προεδρικού διατάγματος, ιε) Τα στερούμενα ιδίας νομικής προσωπικότητας υποκαταστήματα ή γραφεία αντιπροσωπείας στην Ελλάδα χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ιστ) Αλλες επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα και των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β` έως ιβ` και ιε` της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3601/2007. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να ορίζονται και άλλες δραστηριότητες των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής.

Ο ν.4354/2015, πέραν της ανωτέρω τροποποίησης με τον ν.4389/2016, υπέστη σειρά επιπλέον τροποποιήσεων με τους νόμους 4393/2016, 4472/2017, 4549/2018, 4643/2019 και 4701/2020, έως ότου καταργήθηκε με τον ν.5072/2023.

Στην δε παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νεοπαγούς νόμου 5072/2023, που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, ρητώς ορίζεται ότι «οι διαχειριστές πιστώσεων αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την έννοια της περ. 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013».  

Συνοψίζοντας, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ενδεικτικά: Cepal, doValue, Intrum) αποτελούν με νόμο (ex lege) χρηματοδοτικά ιδρύματα (άρ.1 παρ.1α. εδ. β ν.4354/2015, άρ.5 παρ.2 ν.5072/2023)· κατά δε προφανή νομικό πλεονασμό, λογίζονται και ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επειδή εισπράττουν και κατέχουν χρηματικά ποσά δανειοληπτών για λογαριασμό εντολέων της (άρ.3 παρ.3 περ.ε, ν.4557/2018 ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 ν.5072/2023).

 

Από την επισκόπηση όμως του οικείου πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου που είτε εφαρμόζεται αμέσως, όπως οι Κανονισμοί, είτε εφαρμόζεται με ενσωμάτωση στα εθνικά δίκαια, όπως οι Οδηγίες, διακριβώνεται σημαντική, ουσιώδης διαφοροποίηση ως κατωτέρω

Οι εφαρμοζόμενες, εν προκειμένω, διατάξεις του ενωσιακού δικαίου είναι ο Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 και η Οδηγία 2013/36/ΕΕ, η Οδηγία 2021/2167/ΕΕ και η Οδηγία 2015/849/ΕΕ.

Από την επισκόπηση των ως άνω διατάξεων, τη συγκριτική μελέτη και αντιπαραβολή τους με τα προαναφερθέντα εθνικά νομοθετήματα διαπιστώνουμε  ότι τα τελευταία αντίκεινται ευθέως στο παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται από τον εθνικό δικαστή, διότι απολαύει προτεραιότητας έναντι του εσωτερικού δικαίου (υπόθεση 6/64 Costa κατά Enel· υπόθεση C 409/06 Winner Wetten, σκέψη 53). 

Ειδικότερα, 

Κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013  του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 (σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012), ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (23) και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Οι δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2013/63/ΕΕ είναι: 2.Χορήγηση πιστώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting, 3. Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), 4. Υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, 5. Έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών) στον βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από το σημείο 4, 6. Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων, 7. Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α)μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κ.λπ.), β)αγορές συναλλάγματος, γ)χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιώματα προαίρεσης (options), δ)μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια, ε)κινητές αξίες, 8. Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών, 9. Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων, 10. Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές, 11. Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, 12. Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών και 15. Έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.

Κατά το άρθρο 3 σημείο 8 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 (για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ) , «διαχειριστής πιστώσεων» είναι το νομικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, διαχειρίζεται και επιβάλλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, για λογαριασμό αγοραστή πιστώσεων, και ασκεί τουλάχιστον μία ή περισσότερες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων.

Οι δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που παρατίθενται στο σημείο 9 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 (για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ) είναι μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες: α) είσπραξη ή ανάκτηση, από τον δανειολήπτη, κάθε οφειλόμενου ποσού που σχετίζεται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη σύμβαση πίστωσης, β) επαναδιαπραγμάτευση με τον δανειολήπτη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οιωνδήποτε όρων και προϋποθέσεων που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης, ή με την ίδια τη σύμβασης πίστωσης, σύμφωνα με τις οδηγίες του αγοραστή πιστώσεων, εφόσον ο διαχειριστής πιστώσεων δεν είναι μεσίτης πιστώσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ ή στο άρθρο 4 σημείο 5) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ, γ) διαχείριση οιωνδήποτε καταγγελιών σχετικά με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη σύμβαση πίστωσης, δ) ενημέρωση του δανειολήπτη για τυχόν μεταβολές των επιτοκίων ή των εξόδων ή οιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη σύμβαση πίστωσης).

Από τη συγκριτική μελέτη των ως άνω νομοθετημάτων προκύπτει ότι το «χρηματοδοτικό ίδρυμα» διακρίνεται του «διαχειριστή πιστώσεων» με λειτουργικά κριτήρια (καταστατικές δραστηριότητες).

Το πλέον σημαντικό όμως κριτήριο διάκρισης των δύο ως άνω μορφωμάτων (χρηματοδοτικό ίδρυμα & διαχειριστής πιστώσεων) προκύπτει από την ενδελεχή μελέτη του άρθρου 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 (σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ).

Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, με ενάργεια, ότι «χρηματοδοτικό ίδρυμα» είναι  θυγατρική εταιρεία ενός ή πλειόνων νομίμως αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Ότι, η μητρική επιχείρηση ή μητρικές επιχειρήσεις, κατέχουν τουλάχιστον το 90% των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μετοχών ή μεριδίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος. Ότι, τα πιστωτικά ιδρύματα, που αποτελούν τη μητρική ή τις μητρικές επιχειρήσεις του χρηματοδοτικού ιδρύματος, ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα. 

Τέλος, κατά το άρθρο 3 περίπτωση 2 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015 (σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής) , ως «χρηματοπιστωτικός οργανισμός» νοείται: α)επιχείρηση εκτός από πιστωτικό ίδρυμα, η οποία ασκεί μια τουλάχιστον από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία 2 έως 12, 14 και 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος (bureaux de change)· β)ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στον βαθμό που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής οι οποίες καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία· γ)επενδυτική εταιρεία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· δ)οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους· ε)ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 5) της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όταν δραστηριοποιούνται στον τομέα της ασφάλισης ζωής και άλλων υπηρεσιών με επενδυτικό σκοπό, με εξαίρεση τους συνδεδεμένους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές κατά την έννοια του σημείου 7) του εν λόγω άρθρου· στ)τα υποκαταστήματα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε), όταν βρίσκονται στην Ένωση, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα τους βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

Συνοψίζοντας, 

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις σχετικές εθνικές διατάξεις (αρ.1 παρ.1α εδ.β ν.4354/2015, αρ.5 παρ.2 ν.5072/2023) που τις εταιρείες των νόμων αυτών, τις χαρακτηρίζουν, άνευ όρων, ως «χρηματοδοτικά ιδρύματα», οι αντίστοιχες, πρωτογενείς των ανωτέρω εθνικών διατάξεων, ευρωπαϊκές διατάξεις (άρ. 4 παρ.1 σημείο 26 Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, σημεία 2 έως 12 και σημείο 15 του παραρτήματος I & άρ.34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και της  άρ. 3 σημεία 8, 9 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ) διακρίνουν τα «χρηματοδοτικά ιδρύματα» από τους  «διαχειριστές πιστώσεων» με καταστατικά και λειτουργικά κριτήρια (μετοχικό κεφάλαιο και καταστατικές δραστηριότητες). Επιπλέον, με το άρ.3 παρ.3 περ.ε, ν.4557/2018 (ως τροποποιήθηκε με το άρ. 38 ν.5072/2023) ενσωματώθηκε εσφαλμένα το άρ. 3 περ. 2 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ κατά το μέρος που κατά την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία προστέθηκε, εκτός του ευρωπαϊκού κειμένου, ότι ο διαχειριστής πιστώσεων «λογίζεται ως χρηματοπιστωτικός οργανισμός επειδή εισπράττει και κατέχει χρηματικά ποσά δανειοληπτών για λογαριασμό εντολέων της».

Κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς διαλαμβανόμενα, οι εν θέματι εθνικές διατάξεις πάσχουν εφαρμογής ως αντικείμενες στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο ευρωπαϊκό δίκαιο πρέπει να εφαρμόζεται από τον εθνικό δικαστή, διότι απολαύει προτεραιότητας έναντι του εσωτερικού δικαίου (υπόθεση 6/64 Costa κατά Enel· υπόθεση C 409/06 Winner Wetten, σκέψη 53)

Δοθέντος, λοιπόν, ότι οι εταιρείες διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις ΔΕΝ αποτελούν «χρηματοδοτικά ιδρύματα» (financial institutions) αλλά «διαχειριστές πιστώσεων» (credit servicers), όλες οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης σε αυτές, δυνάμει του ν.4354/2015, πάσχουν απόλυτης ακυρότητας· Οι δε  συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης δυνάμει του ν.3156/2003 θα μπορούσαν να θεραπευτούν, από εδώ και πέρα, εφόσον οι εν θέματι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις καταστούν εγγυητές των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων (αρ.10§14 ν.3156/2003).

O Λεωνίδας Στάμος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Από το 2012, ασχολείται αποκλειστικά με το χρηματοπιστωτικό δίκαιο  όπως αυτό -θα έπρεπε να- βρίσκει εφαρμογή στις συμβάσεις τραπεζικών  δανείων. Στο άρθρο που συνέταξε και  κοινοποίησε προς δημοσίευση, κατέληξε  μετά από πολύμηνη έρευνα πρόσφατα. Θα μπορούσε να το τιτλοφορήσει  «ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΕΠΙΣΠΕΥΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ  ΕΠΙΣΠΕΥΣΟΥΝ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ  ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ».

Στοιχεία επικοινωνίας: Ε- mail stamos@dsa.gr -τηλ.  6997400400

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μοιραστείτε τό