Λένα Μαντά: «Κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό, σαν δακτυλικό αποτύπωμα !»
Η Λένα Μαντά μιλάει για το νέο της βιβλίο, “Το πράσινο φόρεμα”
Συνέντευξη στον Γιώργο Μαυρίδη
Για την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου, “Το πράσινο φόρεμα”, μιλάει η διακεκριμένη συγγραφέας, Λένα Μάντα.
Η ίδια περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο εμπνεύστηκε το νέο της συγγραφικό πόνημα, αλλά και το πως βίωσε τις επιπτώσεις της πανδημίας και τον εγκλεισμό και πως επηρέασαν τη δημιουργικότητά της.
Ακολουθεί η συνέντευξη στο XanthiNea.gr και τον Γιώργο Μαυρίδη
Πώς εμπνευστήκατε το νέο σας βιβλίο; Γιατί είναι πράσινο το φόρεμα και όχι κάποιο άλλο χρώμα;
Πριν από πολλά χρόνια, σε μια επίσκεψή μου στα Κύθηρα, μια κοπέλα μου είχε μιλήσει για ένα φόρεμα, που βρήκαν καλά φυλαγμένο στο μπαούλο της γιαγιάς της, μετά τον θάνατό της. Δεν ξέρω πώς αυτό, ανασύρθηκε χωρίς λόγο και γεννήθηκε μια ιστορία με τον μαγικό τρόπο που γεννιούνται όλα στο μυαλό μου. Όσο για το χρώμα, έψαξα πολύ να βρω το «επίσημο» χρώμα για την αγάπη, αλλά δεν υπάρχει. Ξέρουμε το κόκκινο ως χρώμα έρωτα και πάθους, αλλά όχι της αγάπης. Έδωσα λοιπόν στο δικό μου φόρεμα, το χρώμα της ελπίδας. Πράσινο…
Είστε μια συγγραφέας με πλούσιο έργο, και μάλιστα με μεγάλη αναγνώριση από το αναγνωστικό κοινό. Τί το διαφορετικό πρεσβεύει το νέο σας βιβλίο που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα;
Κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό! Είναι σαν δακτυλικό αποτύπωμα! Καθένα έχει τους ήρωές του, τις ζωές τους και τα μηνύματα που παίρνει ο αναγνώστης διαφορετικά, ανάλογα με την κατάσταση που βιώνει στην παρούσα φάση, το χαρακτήρα του κι ένα σωρό άλλους παράγοντες! Για μένα, μόνο ο στόχος παραμένει ίδιος. Να μου αρέσει εμένα να το διαβάζω και στην συνέχεια να το απολαύσει το αναγνωστικό κοινό.
Στο “Πράσινο Φόρεμα” περιγράφετε – μεταξύ άλλων, την προσπάθεια της γιαγιάς Μάγδας να αποτρέψει τον γάμο της εγγονής της μ’ έναν άντρα που η ίδια δεν εγκρίνει. Πρόκειται για ένα μοτίβο που συναντάμε ιδιαίτερα έντονα στην ελληνική κοινωνία, διαχρονικά μάλιστα. Γονείς και συγγενείς να παρεμβαίνουν στην προσωπική ζωή των παιδιών – συγγενών τους. Που πιστεύετε ότι βρίσκει τις ρίζες του αυτό το πρόβλημα; Έχει να κάνει με τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς της ελληνικής οικογένειας ή το αποδίδετε κάπου αλλού εσείς;
Ναι στην Ελλάδα η οικογένεια είναι παρεμβατική όσο της επιτρέπει φυσικά το κάθε μέλος της. Είναι η δομή τέτοια, ο χαρακτήρας μας έτσι, που οι δεσμοί είναι ισχυροί, πράγμα που δεν είναι απαραίτητα κακό αν τηρούνται κάποια όρια ή αν μπαίνουν εκ των υστέρων. Πάντα, κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. Η οικογένεια στην Ελλάδα, αν της επιτρέψεις, μπορεί να σε πνίξει, αλλά είναι και το λιμάνι, η ασπίδα προστασίας, το κάστρο εντέλει του καθενός μας. Μέσα στα τείχη της, κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει και τα μέλη της θα σε στηρίξουν, ακόμα και θα κάνουν κομμάτια τον εισβολέα….
Η ιστορία διαδραματίζεται (κυρίως) στην Αθήνα του 1960. Μία πιο συντηρητική κοινωνία, που το διαφορετικό δεν είχε χώρο και ο κοινωνικός στιγματισμός ήταν έντονος. Πιστεύετε ότι έχουν μείνει κατάλοιπα από εκείνη την εποχή στη σύγχρονη κοινωνία μας;
Τα βήματα έχουν γίνει προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά χρειαζόμαστε ακόμα πολλά χρόνια ώστε να ξεριζωθεί εντελώς ο κοινωνικός ρατσισμός, η σφραγίδα που με ευκολία βάζουμε πάνω σε όποιον ξεφεύγει από τα δικά μας πρότυπα, έτσι όπως τα ορίζει ο καθένας.
Πόσο επηρέασε η πανδημία τη συγγραφική δημιουργία σας; Ήσασταν από τους δημιουργούς που βρήκατε τον εγκλεισμό παραγωγικό για το έργο σας ή ήταν μια εποχή που “βασανιστήκατε”;
Στην πρώτη καραντίνα, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Παρ’ όλο που η μοναχικότητα και η απομόνωση είναι τρόπος ζωής για μένα, όταν στερείσαι όμως και αυτούς που θέλεις να δεις, τα παιδιά σου, τους φίλους σου, τότε αρχίζεις και επηρεάζεσαι. Ήταν μια δύσκολη περίοδος που αρχικά με μπλόκαρε. Στην συνέχεια, δεδομένης της ευκολίας με την οποία προσαρμόζομαι σε κάθε καινούρια κατάσταση, έκανα κάτι σαν επανεκκίνηση και συνέχισα κανονικά την ζωή μου με τα νέα δεδομένα που μου δόθηκαν. Ολοκλήρωσα το βιβλίο που έγραφα, το πράσινο φόρεμα δηλαδή, έγραψα ένα θεατρικό που με διασκέδασε πολύ και διάβασα βιβλία ομότεχνων που είχα στην βιβλιοθήκη μου.
Λένε ότι όλο αυτό που ζήσαμε – και ζούμε – λόγω κορονοϊού ήταν κάτι που αν μας το έλεγαν πριν από μερικά χρόνια θα λέγαμε “έλα μωρέ αυτά μόνο σε βιβλία – ταινίες γίνονται”. Υπάρχουν ιστορίες, καταστάσεις, συμβάντα που έχετε περιγράψει σε βιβλία σας και τότε τα θεωρούσατε και εσείς ή έστω οι άλλοι, εξωπραγματικά, που στη συνέχεια τα είδατε να παίρνουν σάρκα και οστά; Η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;
Θεωρώ δρόμο διπλής κατεύθυνσης αυτό που με ρωτήσατε! Τόσο η τέχνη αντιγράφει από την ζωή, αλλά και η ζωή παίρνει ερεθίσματα από την τέχνη και προχωράει! Όταν έγραφα το «Όσο αντέχει η ψυχή», είχα κάποιες δεύτερες σκέψεις για όσα είχε περάσει η Ηρώ μου. Μέχρι που έλαβα πολλά μέιλ από γυναίκες που ζούσαν την κακοποίηση στο σπίτι τους και οι λεπτομέρειες που μου ανέφεραν, ξεπερνούσαν κατά πολύ όσα είχα περιγράψει εγώ στο βιβλίο μου! Πάντως ήταν όντως εξωπραγματικό αυτό που ζήσαμε και ζούμε ακόμα και πολύ φοβάμαι ότι τις συνέπειές του θα τις αντιμετωπίζουμε για καιρό ακόμα σε οικονομικό και ψυχολογικό επίπεδο.
XanthiNea