Κων. Λαμπρόπουλος για Ελληνοτουρκικά : «Το απευκταίο ενδεχόμενο σύγκρουσης δεν μπορεί να αποκλειστεί»
«Η επίτευξη της Ειρήνης θα απαιτήσει ισχυρή αποτροπή σ’ όλα τα επίπεδα γεγονός που εδράζεται κυρίως στη διαλεκτική σχέση πολιτικού συστήματος-κοινωνίας», σημειώνει ο κ. Λαμπρόπουλος.
Ο Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος είναι ένας Έλληνας με πλούσιο βιογραφικό. Είναι Ανώτερος Στρατηγικός Αναλυτής του ελληνικού παραρτήματος του διεθνούς Οργανισμού GenevaCentre for Security Policy και εξωτερικός Συνεργάτης στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ).
Είναι από τους πλέον αρμόδιους για να μας απαντήσει γύρω από την ασφάλεια αλλά και το κλίμα με την Τουρκία. Στην Γενεύη, αποτελεί μέλος της ερευνητικής ομάδας που ερευνά την εξέλιξη της διεξαγωγής του Πολέμου και τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών, ενώ το 2015 έλαβε τιμητικά επ’ αριστεία, (GlobalFellowship), για έρευνα σχετικά με τον υβριδικό πόλεμο και τις στρατηγικές επιλογές αντιμετώπισης στο πλαίσιο εξέλιξης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Ως εκπρόσωπος της Ελλάδας έχει καταλάβει την πρώτη θέση σε σύνολο 22 κρατών, λαμβάνοντας ανώτερη σύσταση από τον οργανισμό για ζητήματα στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυση πολιτικής.
ΕΡ: Κύριε Λαμπρόπουλε, καταρχάς τι είναι το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας της Γενεύης, όπου υπηρετείτε;
ΑΠ: Αποτελεί έναν διεθνή οργανισμό ιδρυθέντα από το Ελβετικό Υπουργείο Εξωτερικών επ’ αφορμή της περίφημης συνάντησης Κορυφής Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ στη Γενεύη το 1985.
Στην παρούσα μορφή του υπάρχει από το 1995 ως διεθνής οργανισμός ασχολούμενος με ζητήματα που άπτονται της διεθνούς ασφάλειας, έχοντας μέλη 90 χώρες. Παρέχει επαγγελματική εκπαίδευση (executiveeducation) σε ανώτερα και ανώτατα στελέχη των Υπουργείων Εξωτερικών Άμυνας και Δημόσιας Τάξης σε παγκόσμια κλίμακα και παράλληλα πρωτοπορεί σε ερευνητικά προγράμματα που αφορούν φλέγοντα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής και ασφάλειας.
Όντας κέντρο καινοτομίας και ανάπτυξης στην ανώτατη εκπαίδευση και στην υποβολή προτάσεων πολιτικής επί θεμάτων ασφαλείας σε διεθνές επίπεδο.Οι συνεργασίες του αφορούν τα κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα και οργανισμούς διεθνώς.
ΕΡ: Ως ελληνικό “μάτι”, πού υστερούμε και πού τα πάμε καλά ως χώρα σε αυτόν τον τομέα;
ΑΠ: Η χώρα μας, αν και έχει προχωρήσει σε συνεργασία με κορυφαία ιδρύματα και οργανισμούς προς την βέλτιστη εκπαίδευση στελεχών εν γένει, εντούτοις στους ανωτέρω τομείς παραμένει μια νοοτροπία εγκιβωτισμού σε παρωχημένες υφιστάμενες δομές που δεν δύνανται να πραγματοποιήσουν εκπαίδευση στελεχών στα ανώτατο επίπεδο.Επιπρόσθετα στερείται μιας κουλτούρας που δίνει έμφαση στην εμπέδωση διαδικασιών ενώ πρωτίστως απουσιάζει μια κεντρική κατεύθυνση δημιουργίας κρίσιμης γραφειοκρατικής μάζας που θα προωθήσει τις αλλαγέςοριζόντια και κάθετα. Οι όποιες πρωτοβουλίες ως σήμερα δύναται να χαρακτηριστούν αποσπασματικές. Παρά ταύτα, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης του τομέα κατάρτισης και εκπαίδευσης στελεχών. Απαιτείται όμως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και συγκεκριμένα βήματα που θα καταστήσουν τις ελληνικές δομές, φορείς τεχνογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών με ισχυρό αντίκτυπο σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
ΕΡ: Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή. Τι μηνύματα εκπέμπει στο σήμερα;
ΑΠ: Η Τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτελεί το μεγαλύτερο εθνικό τραύμα μετά το 1453 και την Άλωση της Πόλης. Η συμπλήρωση των 100 χρόνων συμπίπτει με καταλυτικές αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα, σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα. Η τουρκική απειλή κατά της χώρας μας και κατά της Κύπρου είναι πλέον εκτεταμένη, με διαρκείς ιστορικές αναφορές στη περίοδο εκείνη, δίνοντας έμφαση στο ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και στη διεθνή διάσταση αυτής.
Ως εκ τούτου, οι παραλληλισμοί είναι αφενός αναπόφευκτοι αναφορικά με τις συνέχειες και της ασυνέχειες της Ιστορίας και κατ’ επέκταση της επιθετικής τουρκικής πολιτικής. Αφετέρου, οι καιροί απαιτούν να ενσκήψουμε ως χώρα και ως κοινωνία στις παραμέτρους της Μικρασιατικής Εκστρατείας και δυστυχώς και της Καταστροφής, ώστε να κατανοηθεί το ιστορικό υπόβαθρο της τουρκικής απειλής και οι προεκτάσεις αυτού στο σήμερα.
Τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή σε συνδυασμό με τα περσινά 200χρονα της Εθνικής Παλιγγενεσίας οφείλουν να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο εγρήγορσης και αφύπνισης για την ελληνική κοινωνία και πολιτεία και ταυτόχρονα να σηματοδοτήσουν μια πανεθνική συστράτευση και ενότητα προς επίτευξη εθνικών στόχων επιβίωσης και ανάπτυξης.
ΣΧΕΔΙΑΖΕΙ ΧΤΥΠΗΜΑ Η ΤΟΥΡΚΙΑ;
ΕΡ: Στις αρχές Σεπτεμβρίου δηλώσατε ότι “Η χρονιά αυτή θα αποτελέσει πιθανότατα ένα ορόσημο στα ελληνοτουρκικά”. Τελικά, πού οδεύουμε;
ΑΠ: Ενόψει του οράματος 2023, η τουρκική εξωτερική πολιτική, ούσα αναθεωρητική, εμπεριέχει ακροσφαλείς στρατηγικές εμποτισμένες όμως με την απαραίτητη δόση πραγματισμού, ώστε να απορροφά το όποιο κόστος των ενεργειών της. Έναντι όλων των μεγάλων παικτών του διεθνούς συστήματος, (των ΗΠΑ της Ρωσίας και της Κίνας αλλά και της Ε.Ε), η Τουρκία, συνεπεία της τουρκικής θέασης του κόσμου, εξακολουθεί να απειλεί και να παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, υπονομεύοντας κατεστημένα, ακροβατώντας μεταξύ επιτυχίας και καταστροφής, έχοντας στόχο να γίνει αποδεκτό το νέο status που επιθυμεί η τουρκική ηγεσία να προσδώσει στη χώρα.
Η τουρκική κοσμοθεωρία ενόψει του ιστορικού οροσήμου το 2023, αφορά ως προς την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης, ένα ευρύ φάσμα επιλογών συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης βίας, ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυναμικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης.Γεγονός που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως από την ελληνική ηγεσία, καθώς ο ελληνισμός στο σύνολό του (Ελλάδα και Κύπρος) αποτελεί τον κύριο αποδέκτη της αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής, προϊδεάζοντας για δυνητικές επιθετικές κινήσεις υψηλού πλην όμως ελεγχόμενου ρίσκου στο προσεχές μέλλον.
ΕΡ: Πρόσφατα γράψατε ότι πρόθεση της Τουρκίας είναι να χτυπήσει σε ανύποπτο χρόνο μελλοντικά. Είμαστε σε καλή πορεία ως προς τη διαχείριση της κατάστασης;
ΑΠ: Η εμπρηστική ωμή και τουρκική επιθετική ρητορική παραπέμπει σε πολεμική προπαρασκευή με δημιουργία εξωτερικού εχθρού και αποπειράται να αποσταθεροποιήσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα με απειλή χρήσης βίας στη λογική του εξαναγκασμού.Απαιτείται συνεπώς μια ελληνική εθνική ολιστική στρατηγική απάντηση που θα λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες που διαμορφώνει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το γεγονός οτι η αναθεωρητική και επιθετική πολιτική της γείτονος είναι πολιτική της συντριπτικής πλειοψηφίας του τουρκικού πολιτικού φάσματος.
Ως εκ τούτου, η τροχιά σύγκρουσης με τη γείτονα αποτελεί ένα απευκταίο ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί πλέον όμως να αποκλειστεί.Η Ελλάδα επιβάλλεται πρωτίστως να αναπτύξει μια κουλτούρα εθνικής ασφάλειας καθώς αποτελεί τον αποδέκτη πολλαπλών απειλών και κινδύνων υβριδικής υφής. Η επίτευξη της Ειρήνης θα απαιτήσει ισχυρή αποτροπή σ’ όλα τα επίπεδα γεγονός που εδράζεται κυρίως στη διαλεκτική σχέση πολιτικού συστήματος-κοινωνίας.
του Αχιλλέα Ροδίτη
Η συνέντευξή του στην εφημερίδα Αχαΐκή Πολιτεία και στο politeianews.gr