Δημήτρης Καζάκης: “Οι περιπέτειες του Κρεμμυδάκη, κατά κόσμον Κασσελάκη, στη χώρα της Αριστεράς και της Προόδου…”
Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη – Προέδρου του Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου (ΕΠΑΜ).
Οι περιπέτειες του Τσιπολίνο, ελληνιστί Κρεμμυδάκη, είναι ένα παλιό παιδικό
βιβλίο του Τζιάνι Ροντάρι, το οποίο από τη δεκαετία του 1950 μεταφράστηκε με
επιτυχία στις περισσότερες γλώσσες της υφηλίου. Αφορά σ’ ένα αφελές μεν, αλλά
κατεργάρικο χωριατόπαιδο, που αντιτάσσεται στη βαναυσότητα και την
καταπίεση. Ο Κρεμμυδάκης λοιπόν μετά από πολλές περιπέτειες θα βρεθεί να
ηγείται των φρούτων και λαχανικών μαζί με τον Κολοκύθα, το Ραπανάκι, τον
Φράουλα, κοκ, οι οποίοι καβάλα στα αγγούρια τους ξεσηκώθηκαν εναντίον του
μοχθηρού πρίγκηπα Λεμόνη, του σινιόρ Τομάτα, του βαρόνου Πορτοκάλι, του
δούκα Μανταρίνι και το στρατό του Ποντικοουρά για τον έλεγχο της
φρουτολαχανοχώρας.
Θα μου πείτε και τι σχέση αυτό με τα τεκταινόμενα στο ΣΥΡΙΖΑ του κ.
Κασσελάκη; Καμιά. Απλά η κακής ποιότητας πρόζα των διαγραφών και των
αποχωρήσεων παραπέμπει σε μια παρωδία του γνωστού παιδικού βιβλίου. Όπως
παρωδία της αριστεράς υπήρξε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο που η αλήθεια πονάει. Ειδικά όσους είναι τόσο μαλθακοί τω πνεύματι και
αστοιχείωτοι, ώστε να πιστεύουν ότι υπάρχει κάποια πολιτική ουσία γύρω από
την αντιπαράθεση προσώπων για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλη ουσία, δηλαδή,
εκτός από τη νομή της εξουσίας, δηλαδή την «κυβερνησιμότητα της Αριστεράς»,
και τους θώκους της ηγεσίας ενός διεφθαρμένου κόμματος.
Πρόκειται για την διεκδίκηση ενός πτώματος, του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μπωντλαίρ
φλερτάροντας ποιητικά με την αφόρητη δυσοσμία της παράνοιας σε μια εποχή
της Γαλλίας, ανάλογη μ’ αυτήν που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα, έγραψε ένα
χαρακτηριστικό ποίημα με τίτλο «το ψοφίμι»:
«Θυμήσου, Αγάπη μου, τι πράγμα συναντήσαμε/ Στην άκρη του δρόμου εκείνη τη
γλυκιά καλοκαιρινή μέρα/ Εκεί σε μια χορταριασμένη κλίνη με βότσαλα/ ένα
ψοφίμι βρισκόταν! / Σαν γυναίκα ακόλαστη με πόδια σηκωμένα/ Ν’ αχνίζει με
αναθυμιάσεις πρόστυχες και υγρές/ Αδίστακτα και κυνικά να αποκαλύπτει/ Την
πρησμένη και δυσώδη κοιλιά…» (Charles Baudelaire, Fleurs du Mal, (Une
charogne). Paris: Galmann Levy, Éditeur, 1896, 127.)
Ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς την κατάσταση
αποσύνθεσης ενός κόμματος σαν το ΣΥΡΙΖΑ. Μια αποσύνθεση που ουσιαστικά
εκδηλώθηκε από τότε που ως κυβέρνηση μαστόρεψε το πραξικόπημα της
6 ης Ιουλίου 2015 – αντάξιο θεσμικά της 21 ης Απριλίου 1967 – για να επιβληθεί με
τις ευλογίες και τις εντολές έξωθεν, το 3 ο και χειρότερο μνημόνιο. Πρόκειται για
μια φρικτή αποσύνθεση, τη δυσοσμία της οποίας δεν μπορεί να αντέξει η
κοινωνία και πρωτίστως οι πιο έλλογοι ψηφοφόροι του συγκεκριμένου κόμματος.
Έστω κι αν πολλοί ανάμεσά μας δυστυχώς έχουν εθιστεί εδώ και χρόνια να ζουν,
να διαλογίζονται και να πολιτεύονται σε περιβάλλον βόθρου. Τους αρκεί να
θεωρούν το βόθρο δικό τους. Κι έτσι έχουν μάθει να μυρίζουν το ψοφίμι «ως
ανθό», αρκεί να ικανοποιεί τις ιδεοληψίες, την επιτηδειότητα και την βλακεία
τους, η οποία σήμερα πλέον έχει αποκτήσει ομηρικές διαστάσεις.
«Και τι άλλο μπορεί να γίνει;» τους ακούμε συχνά να λένε για να αποστομώσουν
όσους τους υποδεικνύουν το προφανές. Όσους δηλαδή επιμένουν στο προφανές
ότι το ψοφίμι δεν είναι ανθός. Κι ότι τα ψοφίμια της αριστεράς δεν μυρίζουν
καθόλου καλύτερα από τα ψοφίμια της δεξιάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ψοφίμι, όχι γιατί το λέμε εμείς, ούτε γιατί διαγράφονται, είτε
αποχωρούν οι περιώνυμοι αυτόκλητοι Νέστορες και Βαρόνοι της «Αριστεράς και
της Προόδου», αλλά γιατί το συγκεκριμένο κόμμα κι ότι αυτό συμβολίζει, το έχει
κυριολεκτικά σιχαθεί η κοινωνία. Στην περίοδο λόγου χάρη από τον Ιανουάριο
του 2015 έως φέτος τις δεύτερες εκλογές του 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ έχανε συστηματικά
γύρω στις 300 χιλιάδες ψήφους σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Φτάνοντας τελικά
να χάσει πάνω από το 56% των ψηφοφόρων του.
Κι αυτό δεν είναι προϊόν επικοινωνιακών λαθών, αλλά πλήρους απαξίωσης από
την ίδια την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ ένα κόμμα με ρίζες στην ελληνική
κοινωνία και πολιτική. Αντίθετα, εξ ιδρύσεως υπήρξε ένα κόμμα ευκαιρίας.
Γνήσιο προϊόν της ιστορικής ήττας και διάσπασης του πάλαι ποτέ ενιαίου
Συνασπισμού. Στέγασε αρχικά έναν κόσμο της αριστεράς, ο οποίος αναζητούσε
προοπτικές μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ως alter ego ενός ΚΚΕ, που είχε πλέον ξεκόψει οριστικά από όλες τις ιστορικές,
ιδεολογικές και ταξικές αναφορές της παλιάς εαμικής αριστεράς.
Την εποχή που γιγάντωσε η κοινωνική διαμαρτυρία εναντίον των μνημονίων,
δόθηκε μια μοναδική δυνατότητα σ’ ένα κόμμα ευκαιρίας σαν το ΣΥΡΙΖΑ να
οικοδομήσει γερούς δεσμούς με την κοινωνία, αλλά τζίφος. Υπάρχουν περίοδοι
στην ιστορία, ιδίως κοινωνικής πόλωσης και έντασης, που – κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες – μπορούν ακόμη και μετριότητες να αναδειχθούν σε
«ισχυρούς άνδρες».
Αυτό συνέβη με τον Τσίπρα και τον κομματικό του περίγυρο. Ο Μπομπ
Σφουγγακάρης της αριστεράς, κατά κόσμον Τσίπρας, ο πλέον απολίτικος,
ιδιοπαθής και αμόρφωτος ηγέτης που ανέδειξαν ποτέ οι μεταπολιτευτικοί
κομματικοί μηχανισμοί της αριστεράς, με την παρέα του, πήραν την κυβέρνηση.
Και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή για την πατρίδα.
Βρέθηκαν λοιπόν να κυβερνούν τον τόπο οι εκπρόσωποι της πιο απόλυτης
μετριότητας και του τίποτα, χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό για τον κόσμο
γύρω τους, έξω, δηλαδή, από τους τέσσερις τοίχους των γραφείων τους. Έξω από
τους κύκλους αυτοϊκανοποίησης και πολιτικού αυνανισμού των ομοϊδεατών τους.
Χωρίς να τους ενδιαφέρει να μάθουν, μιας και είχαν από πολύ νωρίς ανακαλύψει
τη χρησιμότητα των ιδεολογημάτων ως πρόφαση και άλλοθι. Δανεισμένα κι αυτά
από την ακαδημία της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής.
Χωρίς να τους καίγεται καρφί. Και χωρίς να τους ενδιαφέρει να ζυμωθούν με τα
πιο ζωτικά προβλήματα της κοινωνίας και της πατρίδας, διότι η τρομακτική
άγνοια που τους κατατρέχει, τους τροφοδοτεί ταυτόχρονα με μια βαθιά απέχθεια
για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους σκληρά εργαζόμενους, για το λαό, για
την Ελλάδα.
Γι’ αυτούς η επίκληση της αριστεράς και μάλιστα με «α» κεφαλαίο, όπως
συνηθίζεται στα θεολογικά κείμενα, είναι μια ευκαιρία για να ξεχωρίσουν από τον
κόσμο, να τον διαιρέσουν, να τον διχάσουν, να επικαλεστούν την ευγενική τους
ιδεολογική καταγωγή και ανωτερότητα. Ιδίως όταν η πολιτική τους δεν διαφέρει
σε τίποτε από τη χειρότερη δεξιά. Ιδίως όταν διαπράττουν τα μεγαλύτερα
εγκλήματα εναντίον της δημοκρατίας, του λαού και της χώρας.
Πρόκειται για τον πιο χυδαίο ελιτισμό σ’ όλο του το μεγαλείο. «Αυτοί που
ηξεύρουν καλύτερα», όπως θα έλεγε κι ο αείμνηστος Τραμπάκουλας. Ακόμη κι
όταν η πραγματικότητα βοά. Ακόμη κι όταν ο λαός στενάζει και με δική τους
ευθύνη.
Πρόκειται για τους τυπικούς εκπρόσωπους μιας αριστεράς του καβάλου, όπως
έλεγε ένας παλιός. Και για να ξεκαθαρίσουμε. Τα παλιά χρόνια, πριν την άνθηση
των καταστημάτων με έτοιμα ρούχα, όσοι είχαν να πληρώσουν και ήθελαν
καινούργιο παντελόνι, πήγαιναν στο ράφτη. Κι αυτός ως σωστός επαγγελματίας
προκειμένου να φτιάξει τον καβάλο του παντελονιού, τους ρωτούσε: αριστερός, ή
δεξιός;
Γι’ αυτήν την αριστερά μιλούν όσοι σήμερα κόπτονται ότι την εκπροσωπούν
έναντι του κ. Κασσελάκη. Κι αυτή η αριστερά έχει απαξιωθεί στα μάτια και του
νου της κοινωνίας προ πολλού. Δεν είναι παρά η αριστερά του καβάλου. Και
μάλιστα ενός καβάλου τόσο φθαρμένου από χρήσεις και καταχρήσεις, που
ελάχιστα πια κρύβει τα απόκρυφα όσων τον χρησιμοποιούν.
Δεν συμφωνώ λοιπόν ότι οι κύριοι αυτοί και οι συνδαιτημόνες τους, «πρόδωσαν
την αριστερά», όπως είπε πρόσφατα η κ. Κωνσταντοπούλου. Διότι αριστερά που
δεν αγωνίζεται ασυμβίβαστα για την εθνική ανεξαρτησία, για τη δημοκρατία, για
τα κοινωνικά δίκαια του εργαζόμενου λαού, δεν μπορεί καν να υπάρξει. Ή μάλλον
ορθότερα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σαν αριστερά της εξ επαγγέλματος
πολιτικής, σαν αριστερά της σέχτας, σαν αριστερά των ΜΚΟ, σαν αριστερά της
κρατικοδίαιτης διαπλοκής, σαν αριστερά της εξαγοράς και της διαβολής, σαν
αριστερά της ήττας και της αποχαύνωσης.
Δηλαδή, σαν κρατικομονοπωλιακή αριστερά, η οποία ανίκανη να αντλήσει
δυνάμεις από την κινητοποίηση και την πολιτικοποίηση της κοινωνίας, αντλεί
από την αποπολιτικοποίηση, την παραίτηση, την αδιαφορία και την
κοπαδοποίηση φίλων, μελών και οπαδών, οι οποίοι εκπαιδεύονται να ανέχονται
τα χειρότερα. Ακόμη και την εξάρτηση από κρατικές χρηματοδοτήσεις, τραπεζικά
δάνεια και κάθε λογής επιχειρηματικά συμφέροντα, εξωχώρια και μη. Αρκεί το
κόμμα τους να πηγαίνει καλά στις εκλογές.
«Μόνο έτσι μπορείς να κάνεις πολιτική σήμερα…» όπως μας έλεγε τις προάλλες
κορυφαίο επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ. Δικαιολογώντας έτσι τόσο την άγρα
χρηματοδοτήσεων από την κρατικομονοπωλιακή εξουσία και μάλιστα δανείων,
που ανέκαθεν δίδονται με πολιτικά κριτήρια, όσο και τη διατήρηση ολόκληρου
δικτύου offshore εταιρειών και λογαριασμών. Εν πλήρη γνώσει βέβαια των
κεντρικών τραπεζικών αρχών εντός και εκτός Ελλάδας, οι οποίοι σκοπίμως
κάνουν τα στραβά μάτια.
Γιατί άραγε;
Και το δυστύχημα ξέρετε ποιο είναι; Το ίδιο συμβαίνει σήμερα με όλα τα πολιτικά
μορφώματα που διακηρύσσουν την αριστερή τους ανωτερότητα, αλλά απαξιούν
να μιλήσουν και να δράσουν με όρους ενότητας του λαού σε πατριωτική και
εθνικοανεξαρτησιακή βάση. Την ίδια ώρα που είναι της μόδας να κόπτονται επί
παραδείγματι για την εθνική ανεξαρτησία της Παλαιστίνης. Φυσικά για το
θεαθήναι.
Όλοι τους δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σαν χυδαία άρνηση της ιστορικής
αριστεράς, η οποία αναδείχθηκε και κατοχυρώθηκε στη κοινωνική συνείδηση της
μεταπολεμικής Ελλάδας ως έκφραση του λαϊκού πατριωτισμού, δηλαδή της
πάλης για εθνική αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε τόσο
ανελέητα από τους κήνσορες του δωσιλογισμού και της εθνικοφροσύνης.
Όσο περισσότερο εμφανίζονται οι Φίλης, Βίτσας, Δρίτσας, Τσακαλώτος,
Σταθάκης, Δραγασάκης και λοιπή συμμορία να μιλάνε εξ ονόματος της
αριστεράς, τόσο περισσότερο απαξιώνονται όχι μόνοι αυτοί, αλλά και η ίδια η
έννοια της αριστεράς στα μάτια της κοινωνίας. Μιλούν ως αριστερά αυτοί που
διέπραξαν τα χειρότερα σε βάρος της εργασίας και της δημοκρατίας. Αυτοί που
παρέδωσαν αμαχητί τη χώρα στους δανειστές δημίους της για να επιβάλουν το
3 ο και χειρότερο μνημόνιο. Αυτοί που κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα και
τη λαϊκή κυριαρχία με την ανατροπή της ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος.
Αυτοί που ποδοπάτησαν κάθε έννοια ελευθερίας, βάζοντας πλάτη στον
πανδημικό ολοκληρωτισμό του Μητσοτάκη και των πιο αντιδραστικών
συμφερόντων του κ. Μπουρλά & Σία. Αυτοί, που ακόμη και σήμερα αισθάνονται
υπερήφανοι γιατί με την πολιτική τους «κράτησαν όρθια» την κοινωνία, όταν την
οδήγησαν με τους χειρότερους όρους στον πιο αγωνιώδη θάνατο. Αυτοί, που στις
πλάτες τους πάτησε για να αναρριχηθεί και να αγκιστρωθεί στην εξουσία η
εγκληματική πολιτική οικογένεια του Μητσοτάκη.
Εμφανίζονται ως τιμητές του πολιτικού διαλόγου, αυτοί που δεν ξέρουν ούτε καν
τι σημαίνει αυτή η έννοια. Αυτοί που έκαναν τα πάντα για να μην υπάρξει
διάλογος τόσο μέσα στο κόμμα τους, όσο και μέσα στην κοινωνία από την εποχή
ακόμη των εξεγερμένων πλατειών. Η μοναδική τους έγνοια ήταν ανέκαθεν να
σιωπήσει με κάθε τρόπο οποιοσδήποτε και οτιδήποτε δεν συνάδει με τη δική τους
πολιτική ατζέντα. Δεν υπάρχει πρόφαση, τέχνασμα, ίντριγκα, διαβολή,
συκοφαντία και ύποπτη μεθόδευση που δεν υιοθέτησαν αδίστακτα προκειμένου
να μην έχει αντίπαλο ο δικός τους πολιτικός λόγος.
Γι’ αυτό και πριν υπάρξει η λίστα Πέτσα για τα ΜΜΕ επί κυβέρνησης
Μητσοτάκη, είχε συσταθεί η λίστα Παππά επί κυβέρνησης Τσίπρα. Κι έτσι αυτοί
που σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τον αρχηγισμό στο κόμμα τους,
ανέπτυσσαν αρχηγικό δημόσιο λόγο προστατευμένοι απόλυτα από κάθε
ενοχλητικό αντίλογο εκτός πλαισίων και προσυμφωνημένων. Τόσο εντός, όσο και
εκτός του κόμματός τους.
Γι’ αυτό και στην αριστερά, τόσο τη μονολιθική, όσο και την «ανανεωτική» δεν
υπάρχει πιο σύντομο ανέκδοτο από το «διάλογο». Στη δεξιά υπάρχει ο διάλογος
με όλους αλλά μόνο για το θεαθήναι, ο διάλογος χωρίς καμιά ουσία και σημασία,
ο διάλογος για ώτα μη ακουόντων, ο διάλογος για εκτόνωση, ο διάλογος ως
πρόφαση και άλλοθι.
Αντίθετα, στην αριστερά – όλων των σεσημασμένων αποχρώσεων της
μεταπολίτευσης – δεν υπάρχει ούτε καν η έννοια του πολιτικού διαλόγου. Νοείται
μόνο «διάλογος» εντός αυστηρών πλαισίων ελέγχου μεταξύ ομοϊδεατών με
προσυμφωνημένα συμπεράσματα.
Δεν υπάρχει κανένας άλλος πολιτικός χώρος που να εφαρμόζεται τόσο
κυριολεκτικά η παλιά ρήση του Αβέρωφ, «όποιος βγαίνει από το μαντρί, τον
τρώει ο λύκος.»
Συνεπώς η ανάδειξη του κ. Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να ήταν
έκπληξη για πολλούς, αλλά δεν συνιστά τομή γι’ αυτό το κόμμα. Αντίθετα,
συνιστά λογική και πρακτική συνέχεια. Απλά είχαμε τη μετάβαση από τον Μπομπ
Σφουγγαράκη, κατά κόσμον Τσίπρα, στον έτερο Κρεμμυδάκη, κατά κόσμον
Κασελάκη.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κ. Κασελάκη είναι το γεγονός ότι έχει
μετατρέψει την επαγγελματική του ιδιότητα σε ιδεολογία. Δεν είναι βέβαια ο
πρώτος, ούτε κι ο τελευταίος. Είναι κάτι που συνηθίζεται στις μέρες μας. Ιδίως για
όσους αντιλαμβάνονται την πολιτική, όχι ως συνειδητή στράτευση σε
συμφέροντα τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, ούτε ως φορέα κοινωνικών
αιτημάτων και προταγμάτων, αλλά ως προέκταση της ιδιώτευσης και της ιδιωτίας
με άλλα μέσα.
Έτσι ο κ. Κασσελάκης εισήλθε στο προσκήνιο της πολιτικής και στην ηγεσία του
ΣΥΡΙΖΑ ως επαγγελματίας broker, δηλαδή ως μεσίτης, ενδιάμεσος, μεταπράτης
συμφερόντων της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Αυτό το επάγγελμα προσπάθησε
να ασκήσει όλα αυτά τα χρόνια εντός και εκτός Ελλάδας. Κι επειδή μάλλον δεν τα
κατάφερνε καλά, δέχθηκε ως πιο επωφελή και επικερδή την πρόταση που του
έγινε να αναδειχθεί ως broker συμφερόντων στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιων συμφερόντων; Πολύ συγκεκριμένων εφοπλιστικών συμφερόντων, που
μάλιστα βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τα συμφέροντα Μαρινάκη & Σία. Τα
συμφέροντα αυτά άνοιξαν το δρόμο για τα εξωνημένα ΜΜΕ ξοδεύοντας
κυριολεκτικά εκατομμύρια ευρώ τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού χρόνου,
προκειμένου να γίνει ο κ. Κασελάκης από το τίποτα, μέρος του ημερήσιου
διαιτολογίου του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Κορυφαίο θέμα συζήτησης στην
καθημερινότητα του μέσου Έλληνα.
Λες και δεν υπάρχει τίποτε πιο ενδιαφέρον στη ζωή της χώρας και του πλανήτη.
Κι έτσι τα οργανωμένα συμφέροντα στα οποία είχε επιτραπεί να κάνουν
κουμάντο στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την εποχή διακυβέρνησης της
«πρώτης φοράς αριστερά», φρόντισαν να αναδείξουν εκείνον που προτιμούσαν.
Έναν άνθρωπο πιο απολίτικο, πιο ιδιοτελή, πιο ιδιοπαθή, πιο αμόρφωτο ακόμη κι
από τον Τσίπρα. Αλλά ταυτόχρονα και πιο «καθαρό». Δηλαδή χωρίς την
κοινωνική και πολιτική φθορά της προηγούμενης ηγετικής ομάδας, η οποία
αδίστακτα υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή τα πιο άνομα συμφέροντα τόσο από
θέσεις κυβερνητικές, όσο και από θέσεις αντιπολίτευσης.
«Ο Κασσελάκης παράγει θέαμα,» είπε κάποιο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι
αλήθεια. Αυτή όμως την πολιτική προτιμούν οι ολιγάρχες εντός και εκτός
Ελλάδας. Την πολιτική που παράγει θέαμα. Την πολιτική για το θεαθήναι, για τις
εντυπώσεις. Την πολιτική μακριά από τα καίρια προβλήματα του λαού και της
χώρας. Την πολιτική που αντί να αφυπνίζει, αποκοιμίζει. Την πολιτική που
προάγει την αποπολιτικοποίηση και την αποκομματικοποίηση των πολιτών.
Τα παλιά χρόνια υπήρχε μια διαφήμιση που συνόδευε τα γλυκανάλατα ροζ βιβλία
των εκδόσεων Άρλεκιν: «Μ’ ένα Άρλεκιν ξεχνιέσαι…» Για την πολιτικοποιημένη
νεολαία της εποχής η διαφήμιση αυτή ταυτίστηκε με την πολιτική αδιαφορία και
παραίτηση.
Σήμερα, τα Άρλεκιν εκείνης της εποχής, φαντάζουν εντελώς αθώα. Σήμερα μ’
έναν Κασσελάκη ξεχνιέσαι… Κι αν δεν μπορείς μ’ αυτόν τότε μ’ έναν Μητσοτάκη,
μ’ έναν Ανδρουλάκη, μ’ έναν Κουτσούμπα. Έστω μ’ ένα Βελόπουλο, ή έναν
Κασιδιάρη. Ολόκληρη η επίσημη πολιτική, ολόκληρη η λειτουργία των κομμάτων,
από την κορυφή ως τα νύχια είναι βουτηγμένη στην ίντριγκα, το παρασκήνιο, την
ιδιοτέλεια, τη βρωμιά. Ακόμη και το έγκλημα μιας και δεν υπάρχει σήμερα
επαγγελματικό κόμμα της βουλής που να μην διαπλέκεται με το ξέπλυμα μαύρου
τουλάχιστον πολιτικού χρήματος.
Προκαλώντας, όχι άδικα, τη μεγαλύτερη δυνατή αποστροφή στην κοινωνία.
Κι έτσι ξέσπασε η αντιμαχία των μεγάλων ανδρών που παρακολουθούμε από τα
τέλη Αυγούστου έως σήμερα. Μια αντιμαχία όχι για την ταμπακέρα, αλλά για το
δαχτυλίδι, για τους θώκους της ηγεσίας.
Μεταξύ τους δεν υπάρχει καμιά ουσιώδης διαφωνία. Δεν διαφωνούν για το τι
πρέπει να γίνει και για το ποια πολιτική οφείλουν να ακολουθήσουν. Δεν
αμφισβητεί κανένας τους τον «αυτόματο πιλότο» της Κομισιόν, των μνημονιακών
δεσμεύσεων, του καθεστώτος κατοχής και εκποίησης της χώρας μας.
Κι επειδή ακριβώς δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική πολιτική διαφορά αναμεταξύ
τους, έχουν μεταφέρει την αντιπαράθεση στο ποιος είναι και ποιος δεν είναι της
«αριστεράς και της προόδου». Με όρους βέβαια θυμικού κι όχι ουσίας.
Σ’ αυτόν τον αγώνα για τους θώκους δεν τους αποτρέπει κανένα αίσθημα
ντροπής, κανένας ονειδισμός για την προκλητική απιστία τους, διότι, όπως έλεγε
κι ο Ν. Μακιαβέλι, «οι μεγάλοι άνδρες αποκαλούν ντροπή το να χάνεις, όχι να
αποκτάς με δόλο.» (Le Istorie Fiorentine di Niccolò Machiavelli.
Firenze: Felice le Monnier, 1851, 296).
Κι όλοι αυτοί που διαγκωνίζονται σήμερα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ως τιμητές
της αριστεράς, είναι κάτι παραπάνω από μεγάλοι άνδρες – έστω κι αν είναι
γυναίκες. Τουλάχιστον όταν κοιτούν τον καθρέφτη τους, ή την σκιά τους στο
απομεσήμερο του θέρους.
Σε κάθε περίπτωση τους ταιριάζει απόλυτα αυτό που έλεγε ο Εμμ. Ροΐδης για τον
Έλληνα που θεωρεί ότι όλα κινούνται γύρω του: «Εκ πάντων των ανθρώπων ο
Έλλην είναι ο μείζων έχων κλίσιν εις το να νομίζη εαυτόν μόνην αιτίαν παντός
κύκλω του γινομένου θορύβου, ως ο μέθυσος εκείνος, όστις ουρών πλησίον
βρύσεως έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, νομίζων ότι εξ αυτού εκπορεύεται όλον το
ύδωρ το οποίον ήκουε να τρέχη.» (Εμ. Ροίδης Άπαντα, τ. 5 ος , 364)
Αυτό σημαίνει ότι η αριστερά χάθηκε; Μήπως είναι καταδικασμένη να
περιφέρεται σαν πόρνη στα παζάρι που έχουν στήσει γι’ αυτήν οι επαγγελματίες
εκπορνευτές της;
Όχι. Η αριστερά απέκτησε κύρος και εκτόπισμα στην ελληνική κοινωνία γιατί
βρέθηκε στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία,
δημοκρατία, κοινωνική απελευθέρωση. Γιατί αποτέλεσε προπύργιο των αγώνων
του λαού για τα εθνικά και δημοκρατικά του δίκαια. Μ’ όλα τα στραβά και τα
κακά της.
Γιατί τέλος και πιο σημαντικό απ’ όλα αγωνιζόταν να κάνει πράξη τα λόγια του
ποιητή της Ρωμιοσύνης:
Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοί.
Θὰ βροῦμε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ παίρνουνε τὸ ἴδιο βάρος
σ᾿ ὅλες τὶς καρδιές, σ᾿ ὅλα τὰ χείλη.
Ἔτσι νὰ λέμε πιὰ τὰ σύκα-σύκα καὶ τὴ σκάφη-σκάφη.
Κι ἔτσι ποὺ νὰ χαμογελᾶνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ λένε,
«Τέτοια ποιήματα, σοῦ φτιάχνουμε ἑκατὸ τὴν ὥρα.»
Αὐτὸ θέλουμε κι ἐμεῖς.
Γιατὶ ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε ἀδελφέ μου ἀπ᾿ τὸν κόσμο.
Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο.
Η αριστερά δεν ηττήθηκε στη Βάρκιζα το 1945, ούτε στον αδελφοκτόνο πόλεμο
του 1947-1950. Η αριστερά ηττήθηκε κατά κράτος στην μεταπολίτευση, όταν
ξέχασε παθήματα και διδαχές, όταν γαντζώθηκε από κομματικούς
επαγγελματικούς μηχανισμούς και έπαψε να στηρίζεται στην εγρήγορση και τους
αγώνες του ίδιου του λαού. Όταν παραιτήθηκε από το πρόγραμμα και τους
στόχους του ΕΑΜ στο όνομα της ιδεολογικής της καθαρότητας.
Η αριστερά αν θέλει να αναβιώσει, τότε οφείλει να αναβαφτιστεί στο λαό μας, να
γίνει ένα μ’ αυτόν, να ανακαλύψει τη χαμένη της τιμή και αξιοπρέπεια, να
αναδείξει στην πράξη τον βαθύ δημοκρατικό και πατριωτικό της χαρακτήρα, να
μονιάσει το λαό μιλώντας τη γλώσσα των προβλημάτων του. Κι όχι να
περιχαρακώνεται από ιδεολογήματα και κομματικούς εντεταλμένους επί
μισθώσει.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!