ΕΦΕΤ: Κίνδυνος από τις νιτροζαμίνες σε αλλαντικά και κρέατα, μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο
Αυτό είναι το εύρημα της αξιολόγησης της EFSA σχετικά με την επικινδυνότητα για τη δημόσια υγεία που σχετίζεται με την παρουσία νιτροζαμινών στα τρόφιμα. Δέκα νιτροζαμίνες που βρίσκονται στα τρόφιμα είναι καρκινογόνες (μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο) και γονιδιοτοξικές (μπορεί να βλάψουν το DNA).
Πιθανοί κίνδυνοι για την υγεία
Η EFSA πραγματοποίησε την αξιολόγησή της εκτιμώντας την πιθανή βλάβη που προκαλούν οι νιτροζαμίνες σε ανθρώπους και ζώα και αξιολογώντας την έκθεση των καταναλωτών.
Ο Δρ. Dieter Schrenk, Πρόεδρος της Επιτροπής για τους Επιμολυντές στην Τροφική Αλυσίδα, δήλωσε: «Η αξιολόγησή μας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για όλες τις ηλικιακές ομάδες στον πληθυσμό της Ε.Ε., το επίπεδο έκθεσης σε νιτροζαμίνες στα τρόφιμα εγείρει ανησυχία για την υγεία».
«Για να διασφαλίσουμε υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, δημιουργήσαμε το χειρότερο σενάριο για την αξιολόγηση επικινδυνότητας. Υποθέσαμε ότι όλες οι νετροζαμίνες που βρίσκονται στα τρόφιμα είχαν την ίδια δυνατότητα να προκαλέσουν καρκίνο στους ανθρώπους με την πιο επιβλαβή νιτροζαμίνη, αν και αυτό είναι απίθανο».
Ποιες τροφές περιέχουν νιτροζαμίνες;
Οι νιτροζαμίνες έχουν βρεθεί σε διάφορους τύπους τροφίμων, όπως αλλαντικά, επεξεργασμένα ψάρια, κακάο, μπύρα και άλλα αλκοολούχα ποτά. Η πιο σημαντική ομάδα τροφίμων που συμβάλλει στην έκθεση σε νιτροζαμίνες είναι το κρέας και τα προϊόντα κρέατος.
Οι νιτροζαμίνες μπορεί επίσης να υπάρχουν σε άλλα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των επεξεργασμένων λαχανικών, των δημητριακών, του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ή των τροφών που έχουν υποστεί ζύμωση, τουρσί και καρυκεύματα.
Επί του παρόντος, υπάρχουν ορισμένα κενά γνώσης σχετικά με την παρουσία νιτροζαμινών σε συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων. Η εξισσορόπηση της δίαιτας με μια ευρύτερη ποικιλία τροφίμων θα μπορούσε να βοηθήσει τους καταναλωτές να μειώσουν την πρόσληψη νιτροζαμινών.
Τι θα συμβεί μετά;
Η γνωμοδότηση της EFSA θα κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα συζητήσει με τις εθνικές αρχές ποια μέτρα διαχείρισης επικινδυνότητας χρειάζονται.