Εξεταστική για λίστα Πέτσα, ΣΥΡΙΖΑ: «Η ΝΔ εκτέλεσε στρατηγική ποδηγέτησης των ΜΜΕ με δημόσιο χρήμα»
«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εκτέλεσε μια στρατηγική ποδηγέτησης των ΜΜΕ, χρησιμοποιώντας το δημόσιο χρήμα ως επιβράβευση για τη δημόσια εξύμνηση αυτής και του πρωθυπουργού προσωπικά και ταυτόχρονα ως μέσο φίμωσης των αντιπολιτευτικών φωνών», αναφέρουν στο πόρισμα τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, μέλη της εξεταστικής επιτροπής για τη «λίστα Πέτσα».
Το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκε (14.01.2022) στη δημοσιότητα, σημειώνει, επίσης, ότι «το δημόσιο χρήμα χρησιμοποιήθηκε και για την κατά παραγγελία διενέργεια δημοσκοπήσεων, όπως χαρακτηριστικά αποδείχθηκε στην περίπτωση της δημοσκοπικής εταιρείας Opinion Poll, η οποία διενήργησε δημοσκοπήσεις κατά παράβαση κάθε έννοιας δεοντολογίας, αξιοπιστίας και επιστημονικότητας, με μόνο στόχο την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων και τη χειραγώγηση των πολιτών».
Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που κατηγορούν τους συναδέλφους τους βουλευτές της πλειοψηφίας ότι με ευθύνη τους περιορίστηκε καθοριστικά το εύρος των ερευνητικών και εξεταστικών δυνατοτήτων της εξεταστικής επιτροπής αφού και αποκλείστηκαν από τον κατάλογο των μαρτύρων, πρόσωπα που η μαρτυρία τους θα ήταν κρίσιμη, και περιορίστηκε η πρόσβαση σε κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα, υπογραμμίζουν ότι παρ’ όλα αυτά, «από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τα έγγραφα που ήρθαν στα χέρια της επιτροπής και από τον αλληλοσυσχετισμό τους, δεν προέκυψαν μόνο πολιτικές ευθύνες ή απλές παραβάσεις υπηρεσιακών κανόνων εκ μέρους κυβερνητικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά προέκυψαν ενδείξεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κρίση ύπαρξης βάσιμων υπονοιών για την τέλεση ποινικά αξιόποινων πράξεων και να προκαλέσουν, μετά από ιδιαίτερη έρευνα, από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ποινική δίωξη εναντίον των δραστών αυτών των πράξεων». Ενόψει αυτών, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν στην Επιτροπή, και δι’ αυτής και στην Ολομέλεια, τη διαβίβαση όλων των στοιχείων που έχουν προκύψει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, προκειμένου εκείνες να ερευνήσουν περαιτέρω με πλήρη τρόπο και σε πλήρη έκταση όλα τα στοιχεία που έχουν ήδη αναδειχθεί και θεμελιώνουν την ύπαρξη ποινικών ευθυνών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ:
«Η Κυβέρνηση αποκλειστικά, ως αναθέτουσα αρχή, ήταν αυτή που αποφάσισε και ενέκρινε τα ΜΜΕ που εντάχθηκαν στη Λίστα Πέτσα και στην εκστρατεία – καμπάνια για τον κορωνοϊό. Η ανάδοχος εταιρεία ήταν αυτή που απλώς πρότεινε μέρος των ΜΜΕ και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή η οποία ενέκρινε και αποφάσισε. Όπως πληθώρα μαρτύρων κατέθεσαν η λίστα Πέτσα τελικά διαμορφώθηκε χωρίς κριτήρια και κανόνες, καθώς και χωρίς δημόσια πρόσκληση προς τα ΜΜΕ για να δηλώσουν ότι επιθυμούν να συμμετέχουν στην εκστρατεία για τον κορωνοϊό.
Με τις διερευνηθείσες αποφάσεις και πρακτικές, οι οποίες λήφθηκαν κατά σαφή και ευθεία παράβαση του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, των γενικών αρχών του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της αμεροληψίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών, αποδείχθηκε ότι η Κυβέρνηση εκτέλεσε μια στρατηγική ποδηγέτησης των ΜΜΕ, χρησιμοποιώντας το δημόσιο χρήμα ως επιβράβευση για την δημόσια εξύμνηση αυτής και του Πρωθυπουργού προσωπικά και ταυτόχρονα ως μέσο ουσιαστικής φίμωσης των αντιπολιτευτικών φωνών και τροχοπέδη για την άσκηση σε βάρος τους κριτικής για την πολιτική, που ασκούν.
Υπό τις ανωτέρω συνθήκες επιρροής και εξαναγκασμού η πολιτική της Αντιπολίτευσης και η από μέρους της άσκηση κριτικής στις κυβερνητικές επιλογές αλλά και στις επιλογές του Πρωθυπουργού προσωπικά περιθωριοποιήθηκαν επικοινωνιακά με ολιγόχρονη προβολή ή με τυπικές αναφορές, ενώ φαινόμενα σημαντικών πολιτικών παρεμβάσεων, σημαντικών κοινωνικών φαινομένων, διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων με μείζον πολιτικό ενδιαφέρον προβλήθηκαν ανεπαρκώς.
Σε αυτό πλαίσιο της επιχείρησης χειραγώγησης των ΜΜΕ και εντεύθεν της προσπάθειας διαμόρφωσης συγκεκριμένων πολιτικών στάσεων στους Έλληνες πολίτες χρησιμοποιήθηκε το δημόσιο χρήμα και για την κατά παραγγελία διενέργεια δημοσκοπήσεων, όπως χαρακτηριστικά αποδείχθηκε στην περίπτωση της δημοσκοπικής εταιρείας Opinion Poll, η οποία διενήργησε δημοσκοπήσεις κατά παράβαση κάθε έννοιας δεοντολογίας, αξιοπιστίας και επιστημονικότητας, με μόνο στόχο την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων και τη χειραγώγηση των πολιτών.
Β. Από όσα έχουν ήδη εκτενώς αναπτυχθεί προκύπτει ότι εν γένει μια εξεταστική επιτροπή δεν συστήνεται μεν για να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση (όπως γίνεται στην περίπτωση της λεγόμενης προανακριτικής επιτροπής), όμως, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ενεργεί έχοντας όλες τις εξουσίες προανακριτικής αρχής και εισαγγελέα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν δεν έχει ως σκοπό τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών, στην πράξη, όταν αφήνεται να διερευνήσει ελεύθερα το αντικείμενο που έχει αναλάβει, μπορεί, επειδή κάνει χρήση διερευνητικών εργαλείων που είναι αντίστοιχα αυτών που χρησιμοποιεί η εισαγγελική αρχή, να φτάσει να βρει και να αναδείξει ακόμη και στοιχεία που συνάπτονται με ποινικές ευθύνες. Πρακτικά, αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπάγγελτα τις οποίες πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οπότε στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε επιγενόμενα να ενεργοποιηθεί ακόμη και μια διαδικασία ποινικού χαρακτήρα.
Όμως, στην προκειμένη περίπτωση η πλειοψηφία της Επιτροπής από νωρίς ενήργησε με τρόπο που φαλκίδευε το έργο της Επιτροπής και εναγωνίως περιόρισε καθοριστικά το εύρος των ερευνητικών και εξεταστικών δυνατοτήτων που θα είχε αυτή αν ασκούσε πιστά τις εξουσίες που της δίνει ο Κανονισμός της Βουλής. Ιδίως, αυτό συνέβη με τον περιορισμό του καταλόγου μαρτύρων και τον αποκλεισμό της εξέτασης των κρίσιμων πολιτικών προσώπων, μόνων ή κατ’ αντιπαράσταση με άλλα πρόσωπα, αλλά και με τον εσκεμμένο περιορισμό της πρόσβασης σε κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα. Εξάλλου, η επιτροπή, υπό την συγκεκριμένη πλειοψηφία, δεν ενήργησε και οποιαδήποτε άλλη προανακριτική ενέργεια, από εκείνες που είχε στη διάθεσή της και θα μπορούσε να ενεργήσει, όπως είναι λ.χ. οι έρευνες.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, δεν έγινε δυνατό να αποκρυβούν τα στοιχεία που έχουν ήδη παρατεθεί αναλυτικά στα οικεία κεφάλαια, τα οποία βοούν για την ύπαρξη βαριών ευθυνών.
Από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τα έγγραφα που ήρθαν στα χέρια της επιτροπής και από τον αλληλοσυσχετισμό τους, δεν προέκυψαν μόνο πολιτικές ευθύνες ή απλές παραβάσεις υπηρεσιακών κανόνων εκ μέρους κυβερνητικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά προέκυψαν ενδείξεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κρίση ύπαρξης βάσιμων υπονοιών για την τέλεση ποινικά αξιόποινων πράξεων και να προκαλέσουν, μετά από ιδιαίτερη έρευνα, από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ποινική δίωξη εναντίον των δραστών αυτών των πράξεων.
Ενόψει αυτών τα μέλη της Επιτροπής που είμαστε οι συντάκτες και συντάκτριες της παρούσας γνώμης προτείνουμε στην Επιτροπή, και δι’ αυτής και στην Ολομέλεια, τη διαβίβαση όλων των στοιχείων που έχουν προκύψει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, προκειμένου εκείνες να ερευνήσουν περαιτέρω με πλήρη τρόπο και σε πλήρη έκταση όλα τα στοιχεία που έχουν ήδη αναδειχθεί και θεμελιώνουν την ύπαρξη ποινικών ευθυνών.
Άλλωστε, σε σχέση με τους υπουργούς της κυβέρνησης, σε ό,τι αφορά τις πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 86 παρ. 1 Συντ., την αρμοδιότητα αυτή δύναται να ασκήσει μόνο η ίδια η Ολομέλεια της Βουλής. Πέραν, λοιπόν, της διαβίβασης των κρίσιμων στοιχείων στην τακτική δικαιοσύνη, η διαβίβαση του παρόντος πορίσματος στην ίδια την Ολομέλεια της Βουλής, χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την παραγραφή των αξιόποινων πράξεων, συνιστά σαφή δικαίωση της πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ για τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Κι αυτό γιατί πρόκειται για παρακαταθήκη στοιχείων που η Εθνική Αντιπροσωπεία θα μπορέσει να αξιοποιήσει οποτεδήποτε στο εξής, όταν θα μπορεί πραγματικά να αξιώσει το ρόλο να ελέγξει και ποινικά όλες τις περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος που έκανε η σημερινή κυβέρνηση με σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, καθώς και κάθε συναφή με αυτές πράξη».