Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης: “Η μεγαλύτερη επιτυχία και τα δύο μεγάλα στοιχήματα”
Άρθρο του υφυπουργου παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικου εκπροσώπου Παύλο Μαρινάκη, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής
Μετά από πέντε χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, έχουμε, ευτυχώς, ξεφύγει από την συζήτηση που κυριαρχούσε τα χρόνια της κρίσης στη χώρα, η οποία συμπυκνωνόταν στη φράση «σε ποια χώρα θα μεταναστεύσουμε για να βρούμε δουλειά».
Η εικόνα αυτή έχει, πλέον, αντιστραφεί.
Δημιουργήθηκαν 400.000 νέες θέσεις εργασίας και μάλιστα οι 310.000 εξ αυτών με καλύτερες μισθολογικές απολαβές. Η ανεργία μειώθηκε, για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια, σε μονοψήφιο ποσοστό, στο 9,6% και μάλιστα στους πιο ευαίσθητους δείκτες: την ανεργία νέων και γυναικών. Το 2019 η ανεργία των γυναικών ήταν 21,8% και σήμερα το
ποσοστό φτάνει το 12,2%. Ενώ, στις ηλικίες έως 24 ετών, το 2019 η ανεργία σάρωνε με 39,1% και σήμερα είναι 22,5%.
Η επιτυχία αυτή έχει τριπλή αξία: Πρώτον, το αυτονόητο, ότι βρήκαν δουλειά 400.000 συμπολίτες μας. Δεύτερον, ότι μέσω των φόρων που πληρώνουν από τη νέα εργασία τους, το κράτος διευρύνει τα έσοδά του χωρίς αύξηση φορολογικών συντελεστών.
Τρίτον, η συνεχής μείωση της ανεργίας είναι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας αύξησης του μέσου μισθού, αφού οι υποψήφιοι εργαζόμενοι βρίσκονται σε καλύτερη διαπραγματευτική θέση.
Όλα αυτά δεν έγιναν με ένα μαγικό ραβδί, αλλά με συγκεκριμένες πολιτικές.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε και εξακολουθεί να μειώνει φορολογικούς συντελεστές για όλους. Μειώσαμε ή καταργήσαμε πάνω από 50 φόρους ύψους 7 δισ. ευρώ: Από τη μόνιμη κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για όλους, και τη μόνιμη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, ως τη μείωση στο 55% από το 100% της προκαταβολής φόρου.
Προχωρήσαμε με ταχύτητα την ψηφιοποίηση του κράτους. Μέσω του gov.gr, 1.500 ψηφιακές υπηρεσίες κάνουν ευκολότερη τη ζωή πολιτών και επιχειρήσεων.
Επίσης, προχωρήσαμε σε μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων από 0,5% σε 0,2% και σε μείωση 50% του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών.
Μέσω αυτών των πολιτικών, καταφέραμε να έχουμε ιστορικό υψηλό στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ύψους 55 δισ. ευρώ, αλλά και να επιτύχουμε ρεκόρ 20ετίας σε άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους 7,22 δισ. ευρώ προσελκύοντας εταιρείες κολοσσούς όπως η Microsoft, η Google, η Amazon, η Pfizer.
Σήμερα, όμως, η κυρίαρχη συζήτηση στη χώρα μας επικεντρώνεται στο πώς οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να βρουν εργαζόμενους.
Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας το πρώτο μεγάλο στοίχημα: Να μπορέσουμε να καλύψουμε το κενό των θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο τρίμηνο φέτος, οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 115,6% σε σχέση με πέρσι, δείχνοντας ότι η ζήτηση είναι, πλέον, πολύ μεγαλύτερη.
Χρέος μας, λοιπόν, να συνεχίσουμε με αναπτυξιακή λογική να δημιουργούμε νέες, ακόμη καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αξιοποιώντας εργαλεία μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, για την προσέλκυση εργαζομένων.
Ταυτόχρονα, με επιμέρους παρεμβάσεις, να εξορθολογιστεί ο τρόπος απόδοσης του επιδόματος ανεργίας, ώστε να συνεχίσει, φυσικά, να καταβάλλεται, αλλά να πιάνει πραγματικά τόπο και όχι να αποτελεί αντικίνητρο για να βρει κάποιος δουλειά.
Ένα δεύτερο στοίχημα, είναι η περαιτέρω αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών.
Ήδη, αυξήσαμε, για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια, τους μισθούς στο Δημόσιο και τις συντάξεις μετά από 12 χρόνια. Από το 2019, αυξήσαμε τον κατώτατο μισθό κατά 27,7%, στα 830 ευρώ ενώ ο μέσος μισθός έχει αυξηθεί κατά 20,2%.
Και με την ευκαιρία, η καλύτερη απάντηση στα μυθεύματα που διακινεί η αντιπολίτευση, είναι τα στοιχεία της Eurostat που δείχνουν ότι στην Ελλάδα, το μέσο ωρομίσθιο διαμορφώθηκε στα 15,7 ευρώ το 2023, έναντι 13,8 ευρώ το 2020. Αυξήθηκε σωρευτικά δηλαδή 13,77%, ενώ η ΕΕ των 27 παρουσίασε σωρευτική αύξηση 11,97%. Έτσι η χώρα μας προσέγγισε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καταλαμβάνοντας την 20η θέση.
Διακηρυγμένος στόχος μας παραμένει το 2027 να έχουμε κατώτατο μισθό 950 ευρώ και μέσο μισθό 1.500 ευρώ.
Η εποχή που η ανεργία ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα και η χρεοκοπία της χώρας προ των πυλών, έχει περάσει. Η πρόοδος που συντελέστηκε την τελευταία πενταετία, αποτυπώνεται σε όλους τους δείκτες και αναγνωρίζεται διεθνώς. Δεν ξεχνάμε, ότι ήταν, πρωτίστως, κατάκτηση των Ελλήνων πολιτών.
Έχουμε μπροστά μας ακόμη περισσότερα στοιχήματα να κερδίσουμε, οπότε οι πανηγυρισμοί περισσεύουν. Συνεχίζουμε να εργαζόμαστε για να βελτιώσουμε τη ζωή όλων και να κάνουμε πραγματικότητα την Ελλάδα που αξίζουμε.
Υποχρέωσή μας είναι, μέχρι το 2027 να συνεχίσουμε στον δρόμο των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων με πρόσημο την κοινωνική δικαιοσύνη, ώστε να καλύψουμε την υπόλοιπη απόσταση που απομένει μέχρι να προσεγγίσουμε – ή και να ξεπεράσουμε σε κάποιους τομείς – τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και θα τα καταφέρουμε. Χωρίς μεγαλοστομίες, αλλά με σκληρή δουλειά, όραμα και προοπτική, για όλους τους πολίτες.