Μαρίνα Σάττι: Χειμαρρώδης συνέντευξη για τη μουσική της, την Εurovision, αλλά και για την ταφή του πατέρα της στην Κομοτηνή
Στην πρώτη συνέντευξή της μετά τη Eurovision, στο lifo.gr, η Μαρίνα Σάττι χειμαρρώδης και αυθόρμητη μιλά εκ βαθέων για την κουλτούρα της, τη μουσική της, την μεγάλη επιτυχία μετά το Zari, την πολιτική και την άρνησή της να ενταχθεί σε κόμματα, αλλά και για τη νέα γενιά και όλα αυτά που την καθορίζουν, ενώ κάνει αναφορά και στο θάνατο του πατέρα της και την ταφή του στην Κομοτηνή σε μουσουλμανικό νεκροταφείο.
Παραθέτουμε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα της συνέντευξής της:
“Με αυτό που έλεγα, «η νέα Ελλάδα», και μπορεί να ακούγεται βαρύγδουπο, τι εννοώ; Ότι εμείς είμαστε μια γενιά η οποία μπορεί και να μην περάσει καλύτερα από τους γονείς μας. Υπήρχε αυτή η πεποίθηση ότι κάθε γενιά θα περνάει και καλύτερα, γιατί οι γονείς μας πέρασαν πολύ καλύτερα από τους παππούδες μας, που είχαν πόλεμο. Η γιαγιά μου δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό, αλλά η μαμά μου πήγε στο Πολυτεχνείο και η αδερφή της τέλειωσε την Ιατρική. Και ήρθαν τα capital controls, η ανεργία, και ξαφνικά όλοι οι συνομήλικοί μου έφυγαν στο εξωτερικό. Μου έλεγε η μάνα μου να τελειώσω την αρχιτεκτονική και οι μισοί συμφοιτητές μου που τέλειωσαν το Μετσόβιο δεν ήξεραν τι θα κάνουν, έφευγαν απ’ την Ελλάδα, ψάχνοντας μια ευκαιρία σε άλλες χώρες. Γνώρισα πολλούς τέτοιους ανθρώπους και στη Eurovision, είτε Σουηδούς, είτε Γερμανούς. Οι γονείς του Yasin που χορεύαμε μαζί έφυγαν από δω και πήγαν στη Γερμανία για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή. Οπότε αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν είμαστε σίγουροι αν θα ζήσουμε καλύτερα. Επίσης, όπως κάθε γενιά, υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μας έχουν επηρεάσει, γεγονότα που συμβαίνουν.
Πέθανε ο μπαμπάς μου και πήγαμε στην Κομοτηνή γιατί δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα – τότε που με κυνηγούσαν οι δημοσιογράφοι και έλεγαν ότι δεν τους μίλησα πήγαινα στην κηδεία, σε ένα νεκροταφείο που είναι μακριά. Ο μπαμπάς μου είναι θαμμένος εκεί, δεν είναι στην Αθήνα και δεν μπορώ να τον επισκεφτώ αύριο, αν θέλω. Κι ενώ σκέφτομαι ότι είναι εκεί, μακριά, μόνος του –με έχει στοιχειώσει αυτή η σκέψη και αυτή η εικόνα–, ξαφνικά κοιτάζω δίπλα του και βλέπω πάρα πολλούς τάφους με την ίδια ημερομηνία θανάτου: «26/5, Συρία». Ήταν άνθρωποι που πνίγηκαν σε ναυάγιο και τους μετέφεραν όλους εκεί, σε κάτι τάφους μισό μέτρο. Κοιτάζω απ’ την άλλη, «9/1 Αφγανιστάν», άνθρωποι που πνίγηκαν σε άλλο ναυάγιο. Δεν ξέρω αν με έχει στοιχειώσει πιο πολύ η εικόνα του μπαμπά μου, που εμφανίζεται κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, ή αυτό που συνέβαινε δίπλα του. Είναι ο μπαμπάς μου εκεί, μακριά, για χ ψ λόγους, με ένα κάρο άλλους ανθρώπους που τους έχουν γκρουπάρει κι αυτούς εκεί πέρα, μακριά. Κάπως το AH THALASSA για μένα είναι αυτή η εικόνα.
Εγώ δεν έχω σχέση με πολιτικούς και κόμματα, καμία. Δεν είμαι κανενός. Το ότι δεν θέλω να πεθαίνουν παιδάκια και να βλέπω τάφους 50 εκατοστών δίπλα στον μπαμπά μου που είναι 65 χρονών δεν με καθιστά υπέρ ή κατά κάποιου. Καλώς ή κακώς, έχω ένα background και αυτό το πράγμα νιώθω ότι αυτομάτως με τοποθετεί κάπου, πάντως όχι σε κόμματα. O μπαμπάς μου και η γυναίκα του και η αδελφή μου φύγανε πριν από έναν χρόνο και κάτι μήνες από το Σουδάν γιατί ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, μια μέρα άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Μιλούσαμε στο WhatsΑpp, για μια βδομάδα ήταν κλειδωμένοι στο σπίτι τους και ξαφνικά, μια Παρασκευή, φύγανε νύχτα. Πήγανε στο Πορτ Σουδάν γιατί βγαίνανε στις γειτονιές με τα τανκς, γυρνούσε η κάννη 360ο και πυροβολούσε αβέρτα, όποιον πάρει ο Χάρος. Και ο μπαμπάς μου και η γυναίκα του ήταν γιατροί, με διδακτορικά, καθηγητές πανεπιστημίου. Το λέω για να μην πουν «οι μαύροι οι μουσουλμάνοι». Είχαν δική τους κλινική στο Σουδάν, η αδελφή μου πήγαινε στο International School, και όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από την τράπεζα. Κι επειδή η πόλη έγινε πόλη φαντασμάτων, μπήκαν και τους έκλεψαν το σπίτι. Πήγα μια μέρα στο σπίτι της γυναίκας του μπαμπά μου τον Σεπτέμβριο. Έκλαιγε, τη ρώτησα «τι έγινε;» και μου απάντησε «μπήκαν μέσα στο σπίτι και μας τα πήραν όλα, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα χαρτιά». Προσπαθούσαμε να τους βοηθήσουμε με τον αδελφό μου λίγο με κάποια πράγματα, με ένσημα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πολλά χρόνια γιατρός στην Ελλάδα, στο Ιπποκράτειο, και δεν μπορούσαμε γιατί τα πτυχία τους είχαν χαθεί και δεν μπορούσαμε να τα βρούμε στο Σουδάν. Από τη μια μέρα στην άλλη, άνθρωποι που είχαν μια καλή ζωή έφτασαν να μην έχουν τίποτα, άνθρωποι που βοηθούσαν φτωχούς με καρκίνο, τους χειρουργούσαν δωρεάν, δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ενοίκιο. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου. Αυτό που λέω δεν το λέω ως θεατής από κάπου μακριά, που τα βλέπει στην τηλεόραση. Αυτό είναι το background μου. Η αδελφή μου ήρθε 16 χρονών στην Ελλάδα και έπρεπε να δούμε πώς θα τελειώσει το σχολείο, δεν μιλάει ελληνικά και δεν μπορεί να πάει σε δημόσιο· να δούμε πώς θα δουλέψει η γυναίκα του μπαμπά μου. Αυτό είναι το background μου, οπότε το πού είσαι και τι πιστεύεις δεν είναι επιλογή κάποιες φορές”.
Πηγή: lifo.gr