Mεγάλο Αφιέρωμα στους Θρύλους της Δημοτικής μας Mουσικής Παράδοσης
ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΡΙΑ ΤΑΣΙΑ ΒΕΡΡΑ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥΣ ΒΕΡΡΑΙΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΔΕΣ .. ΤΟΥ ΑΡΗ ΜΗΛΙΩΝΗ
Δρ Κωνσταντίνος Σπ. Μέντης, Συγγραφέας – Πανεπιστημιακός
Κριτική για το βιβλίο: “Τασία Βέρρα και οι Βερραίοι Τραγουδιστάδες”
Η μουσική βέρα=αλήθεια της Τασίας των Φαρών(οικογενειών) μέσα από τα μάτια του Άρη Μηλιώνη
Ανοίγοντας το λατινοελληνικό λεξικό, πέφτω τυχαία στη λέξη vera=αληθινή. Σαν να έχουν συνηγορήσει οι επιλογές μας με μια αλήθεια, που μόνο μια οικογένεια με λαϊκή ψυχή, δεμένη με τη σπορά της αχαϊκής γης, μπορεί να δώσει. Επωασμένη στο χώρο των Φαρών, με τη δύναμη της συντροφικότητας και γητεμένη από τα ποικίλα μελωδικά τιτιβίσματα των πουλιών της περιοχής, ανοίγει τις φαρέτρες της για να σαϊτεύσει με την ηχώ των μελωδιών της τις καρδιές όλων μας. Και εμείς, άλλοτε ως θαμώνες, άλλοτε ως συνδρομητές του ορχηστρικού μέλους,παρακολουθούμε, σχεδόν με ιερή κατάνυξη την πορεία αυτής της οικογένειας στο χρόνο.
Πρώτος αγγελιαφόρος αυτού του μέλους ο Αγγελής Βέρρας, μετέδιδε, με την καλαμένια φλογέρα του, τα μηνύματα της φύσης αλλά και τον απόηχο της μνήμης ενός συλλογικού παρελθόντος, ηρωικού που πλέον έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ως καλός γεννήτορας, παρά τη δική του ορφάνια, μετέδωσε στην οικογενειακή του φωλιά, τη φλόγα μιας ατέρμονης αγάπης για τη μουσική εκείνη που είχε τη δύναμη να επικοινωνήσει με την ευρύτερη κοινότητα ,την οποία έβλεπε σαν ευρύτερη επέκταση της οικογένειας, της φάρας, που, ως παιδί είχε στερηθεί. Κληροδότησε στα μέλη της οικογένειας που δημιούργησε το φυλαχτό της ταπεινότητας, την έντονη θρησκευτικότητα αλλά και το καθήκον μεταφοράς στις νέες γενιές του μηνύματος των λόγγων και των βουνών που τροφοδότησαν ήρωες με το “μάννα”του χρέους.
Ηχηρή μέσα στην ταπεινότητά της, η Τασία Βέρρα, έδωσε στις φωνητικές της χορδές το ρυθμό που ήξερε καλά να επεξεργάζεται ο πατέρας της με το κλαρίνο, δίνοντας του μια άλλη διάσταση.
Το βίωμα είναι το μεγαλύτερο κίνητρο δημιουργίας. Αυτό καθοδήγησε σε έναν δύσβατο δρόμο αλλά κατ’ επιλογήν την οικογένεια Βέρρα στα μονοπάτια μιας μουσικής που είχε τη δύναμη να γιγαντώνει τις επιθυμίες, να κατασιγάζει τα πάθη, να εξυψώνει την ομορφιά, να θρηνεί για την απώλεια,να αναδεικνύει του τόπου τα οράματα και τις κακουχίες. Μονοπάτια στα οποία μόνο το δημοτικό τραγούδι μπορεί να σεργιανίσει, πηγαίνοντας σε γάμους,συναντώντας τις βυζαντινές ψαλμωδίες επιτοπίων αγίων, ηθογραφώντας παραδοσιακούς τύπους και μεταναστεύοντας στα πρώτα μαγαζιά των πόλεων για να φιλοξενήσει τη νοσταλγία των εσωτερικών μεταναστών. Ως μια συντεχνία αγγελιαφόρων της παράδοσης, συσπειρώνονται για να αντιμετωπίσουν κάθε τι αλλότριο και να το επεκτείνουν ως βίωμα σε όλους εκείνους που το είχαν στερηθεί με την αστικοποίηση. Το δημοτικό τους τραγούδι δε διστάζει να κάνει υπερπόντιες πλεύσεις σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία, μεταδίνοντας στον Έλληνα της διασποράς τη συγκινησιακή μέθεξη της ηχούς της πατρίδας, υλοποιώντας έστω και νοερά το μακρινό όνειρο της αντάμωσης με αυτήν.
Εκείνο που αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της οικογένειας Βέρρα, είναι κυρίως η συνοχή και η συντροφικότητα. Αυτή, ως ασπίδα προστασίας απέναντι σε κάθε επίδοξο εισβολέα, στάθηκε αρωγός. Αυτή είναι που επικράτησε της ανθρώπινης επιθυμίας για διάκριση, ακόμα κι όταν δόθηκαν οι ευκαιρίες για ατομική και προσωπική ανάδειξη. Όλοι τους δεμένοι με την ευχή του προπάτορα Αγγελή, ήξεραν πως η δύναμή τους είναι το στήριγμα του ενός στον άλλον κι έτσι πορεύτηκαν στην πορεία της καριέρας τους. Αυτή η συνοχή, αποτέλεσε το διαβατήριο για το κλείσιμο εργασιών, την άμυνα απέναντι στις φιλοδοξίες διαφόρων αστέρων που ευδοκιμούσαν εκείνη την εποχή. Εκτός από τη συνεκτικότητα, η ταπεινότητα και η σεμνότητα ήταν εκείνη που καθιστούσε το μέτρο φορέα σεβασμού, για τον καλλιτέχνη που δεν επαίρεται αλλά δημιουργεί. Η σεμνότητα του μαντηλιού που κάλυπτε τα πόδια της Τασίας, όταν τραγουδούσε στο πατάρι, ήτανε εκείνη που την προστάτεψε από τη μαζοποίηση των τραγουδιών, από τις εκπτώσεις συνείδησης και την καθιστούσε σύμβολο ενός λαβάρου τιμής. Ήξερε να φεύγει,να κουνάει το μαντήλι της, όταν ένιωθε ότι απαξιωνόταν η οικογένειά της αλλά και να μένει σταθερή στο μετερίζι της, ως πρέσβειρα της δημοτικής μας παράδοσης. Το μαντήλι αυτό, άλλοτε με τη συγχορευτική του διάσταση, άλλοτε με τη σημειολογική του επισήμανση ως σύμβολο αποχαιρετισμού,είναι το σημείο αναφοράς ενός κόσμου με πολλά δελεάσματα αλλά με μικρή ηθική διάσταση.
Κάποια άλλα χαρακτηριστικά της οικογένειας Βέρρα, που προκύπτουν μέσα από τις βιογραφίες είναι η ευσυνειδησία και η εργατικότητα καθώς και αυτό που ονομάζουμε ενσυναίσθηση. Όλοι τους ήξεραν να ακούνε τη φωνή των συντοπιτών, να αφουγκράζονται τις επιθυμίες και να απαντούν μέσα από τα δικά τους ηχητικά παραγγέλματα στις εκκλήσεις του κοινού για συμμετοχή στα πάθη τους. Δεν διστάζουν να αναβάλλουν και να χάσουν χρήματα, προκειμένου να πενθήσουν στο πανηγύρι του χωριού τον πρόσφατα απωλεσθέντα, ούτε να πουν όχι απέναντι σε κάποιους θερμόαιμους χορευτές που θέλουν να ξεχωρίσουν από το υπόλοιπο πλήθος σέρνοντας το δικό τους επιτηδευμένο χορό. Ακολουθώντας έναν παραδοσιακό τελετουργικό τρόπο παρουσίασης, από τη μονωδία του κλέφτικου στη συγχορδία των πανηγυριώτικων ακουσμάτων, δεν αφήνουν περιθώρια για επίδειξη της διαφορετικότητας και της ιδιορρυθμίας διαφόρων χορευτών με εξαίρεση την μερακλίδικη οπτική κάποιων που με το χορό τους είναι σε θέση να παρασύρουν τους μουσικούς στη δίνη της αυθεντικής αμφισήμαντης δημιουργίας. Δε λοιδορούν τη λαϊκή μουσική, αντίθετα σέβονται και δίνουν το προβάδισμα σε αυτούς που θεωρούν ότι είχαν να προσφέρουν κάτι από την ψυχή τους.
Είναι πραγματικά περίεργο, πως είναι δυνατόν όλη αυτή η μουσική φάρα, να έχει μία κοινή οπτική στον τρόπο που αντιμετωπίζει την εργασία, την τέχνη, τη συλλογικότητα. Τα αυθεντικά της πτυχία είναι αυτά της εμπειρίας από μια δύσκολη παιδική ζωή, στερημένη και κακοτράχαλη που από τους αγρούς βγαίνει στο πατάρι και ως καλός ποιμένας, με τον αυλό της προσηλυτίζει όλους αυτούς που επιδιώκουν την απολύτρωση της ψυχής τους. Άνθρωποι, όπως η Τασία που πλένει τα πόδια της στο αυλάκι του υποστατικού, προκειμένου να κάνει την εμφάνιση της και στο ρου της καριέρας της αντιλαμβάνεται την τόσο μεγάλη σημασία της δημοτικής μας παράδοσης. Θλίβεται, όταν δεν βρίσκει το χώρο για να φιλοξενηθεί το έργο “Η έξοδος του Μεσολογγίου” και παραδέχεται αφοπλιστικά ότι οι σημερινοί καλλιτέχνες δεν μπορούν να αποδώσουν τον παλμό του κλέφτικου τραγουδιού, όχι γιατί στερούνται φωνής, αλλά κυρίως γιατί στερούνται την αγάπη εκείνη για τη συλλογική συνείδηση που ανέδειξε ήρωες όπως ο Δημάκης. Περιβεβλημένη από την παραδοσιακή μουσική αδελφών, ανηψιών και παιδιών,δίνει τη σκυτάλη στην ανηψιά της την Ξένια, ελπίζοντας ότι εκείνη μέσα από τις σπουδές στη βυζαντινή μουσική θα καταφέρει να κινητοποιήσει το νωθρό κρατικό μηχανισμό, προκειμένου να περιβάλλει με τον πρέποντα σεβασμό το δημοτικό μας τραγούδι.
Συνοδοιπόρος στα αχνάρια της οικογένειας Βέρρα, με την ταπεινότητα και τη λιτότητα που ταιριάζει σε έναν αφηγητή της λαϊκής ψυχής και κουλτούρας, ο Άρης Μηλιώνης μέσα από το δικό του λεκτικό χορό, αποδίδει την πρέπουσα τιμή σε μία παραδοσιακή μουσική οικογένεια. Ως γνήσιος συλλέκτης πολύτιμων πνευματικών δημιουργημάτων και ρομαντικός ακτιβιστής συγγραφέας, προσπαθεί να διασώσει, όλα αυτά που χάνονται, εστιάζοντας σε πρόσωπα που είναι εκφραστές της γνήσιας λαϊκής συνείδησης και κουλτούρας.
Στις “Σκιες στο φως των κεριών”, αναβιώνει όχι μόνο τους χαρακτήρες των καραγκιοχοπαιχτών με την εμβέλεια του Μίμαρου, αλλά προσπαθεί να ανασυστήσει όλο αυτό το οικοδόμημα που δημιούργησε αυτούς τους χαρακτήρες, σκύβοντας ως γνήσιος προσκυνητής στη δύναμη αυτών των ανθρώπων, να αντιστέκονται και να δίνουν πολιτισμική διάσταση και συνέχεια σε εποχές που έχουν παρέλθει.
Ρομαντικός νοσταλγός αυτής της συντροφικότητας, με το έργο “Τασία Βέρρα και οι Βερραίοι τραγουδιστάδες” αναζητά το συνεκτικό ιστό αυτής της παράδοσης και “τιμής ένεκεν” τιμά με πλήρη συνείδηση της ευθύνης του ένα πρόσωπο από το οποίο το κράτος είχε στερήσει τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δημοτική παράδοση. Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου, δηλώνει την πεποίθηση ότι είναι σωστό να αποδίδονται στους εν ζωή παραδοσιακούς καλλιτέχνες οι θέσεις που τους αξίζουν. Θεωρεί, ότι η Τασία, ως η μεγάλη αδελφή της οικογένειας, αποτελεί το βασικό συνεκτικό ιστό της οικογένειας, περιβάλλοντας με τις φτερούγες της αδελφοσύνης όλους και αποδέχεται το γεγονός ότι εκείνη είναι αποδέκτης της αγάπης όλων, καθώς και πρότυπο, καλλιτεχνικό και ηθικό, όπως αποκαλύπτουν διακριτά όλα τα μέλη της οικογένειας.
Δομικά, ο Άρης Μηλιώνης στο βιβλίο του είναι σα να χορεύει στους ρυθμούς ενός γαϊτανακιού, δίνοντας το προβάδισμα στον κορυφαίο του χορού που είναι ένα μέλος της οικογένειας Βέρρα και αφήνει τους υπόλοιπους να μιλήσουν γι αυτόν(ή)ν, σε ένα ιδιότυπο διάλογο, παρά το μονολογικό χαρακτήρα των βιογραφιών. Παρά την έμφαση στο μουσικό σκέλος της δράσης τους, οι αφηγητές αναπαριστούν εικόνες των δυσχερειών του επαγγέλματος αλλά και αρκετές περιπέτειες που δίνουν στο βιβλίο τη μοναδικότητα της αναπαράστασης του τρόπου ζωής καθώς και των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνονται μέσα στο πλαίσιο των μουσικών συναθροίσεων. Οι ομαδοποιήσεις συμβάντων που τιτλοποιούνται είναι σαν να αποδίδουν τα συλλογικά χαρακτηριστικά, αποδομώντας το ήθος της κοινωνίας εκείνης της εποχής.
Ο συγγραφέας από την πυρηνική οικογένεια επεκτείνεται στην εκτεταμένη μουσική οικογένεια, αφήνοντας τον καλλιτεχνικό κόσμο να μιλήσει για το φαινόμενο Τασία Βέρρα καθώς και τους θεωρητικούς της Μουσικής. Κλείνει το βιβλίο του με ένα παράρτημα φωτογραφικών τεκμηρίων(που αποτελούν πηγή και για τις φωτογραφίες του παρόντος άρθρου), που είναι παράλληλα και λαογραφικά και κοινωνιολογικά τεκμήρια της μετάβασης από τη συλλογικότητα των πανηγυριών στη μοναχικότητα των μεγαλουπόλεων. Δεν παρεμβαίνει στην αφήγηση, αλλά αφήνει να ξεδιπλωθεί η αυθεντικότητα της ψυχής των βιογραφούντων. Αυτοί, με το μεράκι της δικής τους αλήθειας δεν διστάζουν να αναδείξουν χαρακτήρες και να παρουσιάσουν μέσα από τη δική τους οπτική περιστατικά από το βίο τους που παράλληλα αποτελούν τεκμήρια καθημερινότητας σε μια εποχή που δεν υπήρχαν πολλά μέσα για να αποτυπώσουν τη ζωή τους. Αποτελούν προφορικές μαρτυρίες ενός τρόπου ζωής μακρινού μεν, τόσο κοντά όμως στη σημερινή εναγώνια αναζήτηση μιας χαμένης συντροφικότητας.
Ο εκδοτικός οίκος “Το δόντι” καθώς κι ο συγγραφέας Άρης Μηλιώνης, μπορούν να είναι βέβαιοι ότι πρόλαβαν το χρόνο και ότι διαφύλαξαν την ιστορία παρακινώντας μας όχι μόνο να γίνουμε Βερραίοι= Αληθινοί αλλά και Φαραίοι= Οικογενειογενείς καλώντας μας στο δικό τους πανηγύρι κάτω από τους ήχους των παραδοσιακών χορών και οργάνων σε διάφορα μέρη, σε πλατείες με κρυστάλλινες πηγές και καταπράσινους πλατάνους.
Ας ανταποκριθούμε στο δικό τους το φίλεμα !