ΝΕΟ ALBUM / ΚΥΠΡΟΣ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ
“ΚΥΠΡΟΣ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ”
ΣΤΙΧΟΙ: ΠΟΛΥΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Για τους ελεύθερους ανθρώπους, η δικαιοσύνη είναι τρόπος ζωής.
Μισή Κύπρος κάτω από τουρκική κατοχή: Δεν είναι κάτι που μετριέται, ούτε κάτι που συμβιβάζεται.
Οι σκλαβωμένες πατρίδες δεν τρομάζουν στο πέρασμα του μισού – αδυσώπητου αιώνα που φέτος περνάει το κατώφλι της αδικίας μπροστά στα μάτια ενός “πολιτισμένου” πλανήτη.
Αυτές τις μέρες, δύο άνθρωποι που αγαπούν βαθιά την Κύπρο και την Ελλάδα, καταθέτουν ένα έργο το οποίο έχτισαν με απέραντη ενσυναίσθηση της σημερινής σκληρής πραγματικότητας που βιώνει η εναλία γη από το 1974 μέχρι σήμερα.
Ο Γιώργος Νταλάρας οραματίστηκε ένα μουσικό έργο. Ένα έργο διαμαρτυρίας, μνήμης και επιμονής. Ο ποιητής της Διασποράς Πόλυς Κυριάκου έγραψε τους στίχους οι οποίοι στα χέρια δώδεκα σημαντικών συνθετών πήραν μορφή και ήχο και τα ερμηνεύουν δεκατέσσερις χαρισματικοί ερμηνευτές. Συμμετέχει η Χορωδία της Διάστασης.
Πολλοί από σας ίσως θυμάστε το “Ες γην εναλίαν Κύπρον” και το “Των Αθανάτων”, δύο έργα στα οποία πρωταγωνίστησε ο Γιώργος Νταλάρας πριν από πολλές δεκαετίες.
Αυτός ο τόπος που λέγεται Κύπρος δεν έχει ακόμα ελευθερωθεί, είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε να γράφουμε ακόμα τραγούδια που να ακονίζουν τις μνήμες και να ξυπνούν συνειδήσεις. Έτσι ώστε οι νεότερες γενιές να βρίσκουν κρικέλια να αρπάζουν την ιστορία του Ελληνισμού και να την πάνε σε πιο αισιόδοξους ορίζοντες.
Για αυτούς του λόγους γεννήθηκε ο δίσκος “Κύπρος Νυν και Αεί”.
Ερμηνευτές:
Μαρίνα Βερνζανλή, Δώρος Δημοσθένους, Γιάννης Διονυσίου, Παντελής Θαλασσινός, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Γιάννης Κότσιρας, Πέτρος Κουλουμής, Νεοκλής Νεοφυτίδης, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Σταύρος Σιόλας, Μιχάλης Ττερλικκάς, B.D. Foxmoor (Μιχάλης Μυτακίδης), Φωνητικό σύνολο “Διάσταση”.
Τραγούδια έγραψαν:
Μανόλης Ανδρουλιδάκης, Παντελής Θαλασσινός, Γιώργος Καζαντζής, Ανδρέας Κατσιγιάννης,
Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Νεοκλής Νεοφυτίδης, Γιώργος Νταλάρας, Μίλτος Πασχαλίδης, Σταύρος Σιόλας, Φύτος Στράτης, B.D. Foxmoor (Μιχάλης Μυτακίδης).
Σ’ αυτό το μουσικό έργο “φιλοξενούνται” δύο γνωστά παλιά τραγούδια για την Κερύνεια, τα οποία ταιριάζουν θεματικά.
Το “Τίποτα δεν χάθηκε ακόμα” του Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα, και το “Κερύνεια μου” των Παντελή Θαλασσινού/Πόλυ Κυριάκου.
Επίσης συμμετέχει στιχουργικά σε ένα τραγούδι ο Δημήτρης Μυτακίδης των Active Member.
Παραγωγή/Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιώργος Νταλάρας
Εταιρεία παραγωγής: Μονόγραμμα Παραγωγές/Πόλυς Κυριάκου
Χαρακτικό εξωφύλλου/εικαστικά: Χαμπής
- Υπερήφανος Υποστηρικτής: OΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ
- Mέγας χορηγός: ΓΑΛΑΚΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΛΥΜΠΟΣ
- Χορηγοί: ΓΑΛΑΚΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ KOΥΡΟΥΣΙΗΣ – IΔΡΥΜΑ ΦΩΤΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ – ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ –
MΕΤΟΧΙ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ – AMERICAN COLLEGE – FELIX MATATHIAS
Κυκλοφορεί από τη Minos EMI, a Universal Music Company
Ακούστε όλα τα τραγούδια του album “ΚΥΠΡΟΣ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ” στο YouTube:
ΚΥΠΡΟΣ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ
Κομμένο στη μέση ξυπνά το νησί για χρόνια.
Μου είπαν πως θα ΄χω πατρίδα μισή αιώνια.
Μα βλέπω τη θάλασσα κι είναι βουνό το κύμα.
Θαρρώ θ’ αγριέψει, θα βρει ουρανό το κρίμα.
Κύπρος Νυν και Αεί στους αιώνες των αιώνων.
Κύπρος Νυν και Αεί οι αγχόνες χίλιων χρόνων
δεν ξεχνούν την πληγή.
Απ’ τον Πενταδάχτυλο κλέβει το φως η νύχτα.
Σαν να ΄ναι η σιωπή του η πιο δυνατή σφυρίχτρα.
ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ
Και περιμένουμε, λοιπόν, τις διαβουλεύσεις
Τους χάρτες μας θα βάλουν στο τραπέζι
Και με μαχαίρι κοφτερό
Θα κόψουν την πατρίδα μας στα δυό
Στα τρία, στα εκατό, ποιος ξέρει
Ύστερα θα μας πουν πως
“Συμφωνήσαμε σ’ αυτό, σ’ αυτό κι αυτό,
Κι αυτό, κι αυτό…
Άλλο καλύτερο δεν ήταν μπορετό
Πως: “Ξέρετε ήτανε δύσκολα τα πράγματα
Πως: “Έπρεπε να βρούμε κάποια λύση,
Κι ας συρρικνώσουμε μια κι έξω την πατρίδα, δυστυχώς”
Ν’ ΑΝΟΙΞΕΙ Η ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Ν’ ανοίξει η Αμμόχωστος, λένε.
Ν’ ανοίξει η Αμμόχωστος
σαν να πρόκειται για φαρμακείον.
Η Αμμόχωστος διανυκτερεύει, λοιπόν,
αν δεν το ξέρατε.
Από Αυγούστου δεκατέσσερις,
χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Μέρα νύχτα δέχεται συνταγές ελπίδας
για απελευθέρωση.
Ανοιχτή είναι η πόλη.
Ανοιχτή, δίχως κάγκελα, δίχως κρικέλια.
Απλά δεν πέρασε κανείς να παραλάβει τη Λευτεριά του.
Ν’ ανοίξει η Αμμόχωστος, λένε.
Ν’ ανοίξει η Αμμόχωστος
σαν να πρόκειται για καφενείον.
ΚΑΤΙ ΕΠΕΙΓΕΙ
Φυσάει απόψε δυνατά στη Δραπετσώνα.
Εφέτος θα ΄χουμε τον πιο βαρύ χειμώνα.
Μες στο σκοτάδι τριγυρνάνε κάτι λίγοι.
Από το βήμα τους θαρρώ πως κάτι επείγει.
Άκουσα κάτι μασημένα στις ειδήσεις
για απεργίες και για πλάνα δίχως λύσεις.
Κάποιος μαχαίρωσε δυο πόρνες στην Ομόνοια
κι ότι δε θα ΄χουμε συντάξεις σε δυο χρόνια.
Το αίμα βράζει, ακονίζονται μαχαίρια.
Κοίτα να δεις, ο ουρανός δεν έχει αστέρια.
Ένα φεγγάρι άδειο και ξεθωριασμένο
και η Ελλάδα ένα κάρβουνο αναμμένο.
Φυσάει απόψε δυνατά στη Λευκωσία.
Μισή πατρίδα, μα ποιος δίνει σημασία;
Θαρρώ θα βρέξει κι η βροχή θα ξεχειλίσει
τον ποταμό αυτόν που θέλω να νικήσει.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΦΥΛΛΑ ΗΤΑΝ ΠΟΥΛΙΑ
Δεν ήταν φύλλα, ήταν πουλιά.
Αχ, ξεραμένα δέντρα της αγάπης…
Κάποτε η νύχτα ήταν φωλιά
που έθρεφε κρυφά τα όνειρά της.
Τώρα ποτάμια, άδεια κλαδιά,
πυρπολημένα κάστρα και στρατώνες.
Πες μου πως θα ΄ρθεις πρωτομαγιά
να σπάσουμε τα τείχη με σφεντόνες.
Έλα, μην αργείς, αγαπημένη.
Η καμένη γη σε περιμένει.
Ελλάδα μου, πατρίδα κουρασμένη,
έλα, μην αργείς, αγαπημένη.
Άδεια καράβια φεύγουν μακριά.
Μοιάζουνε ξένα, μα είναι δικά μας.
Κόκκινο το αίμα στην αμμουδιά
θυμίζει τα παλιά ιδανικά μας
ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ
Τραγούδησα θλιμμένους ποιητές.
Περπάτησα τον κόσμο των ονείρων.
Συλλάβισα ζωγράφους κι εραστές
στις τέσσερις γωνιές των πέντε ηπείρων.
Ψιθύρισα ρυθμούς μοναχικούς.
Της έρημης ψυχής είδα τα φώτα.
Προκρίθηκα, σχεδόν, στους τελικούς,
αυτούς που δεν αγγίζουν καθεστώτα.
Κι απόψε, μες στο φως του φεγγαριού,
πικρό, γλυκό τραγούδι σου χρωστάω
να βάλεις μες στη χούφτα ενός χεριού
και μες στην άλλη ένα «σ’ αγαπάω».
Άλλαξα πλανήτη κι ουρανό,
δάκρυ, σκηνικό και προσωπείο.
Σε άλλη γη, σε ομίχλη να κρυφτώ.
Σ’ άλλον μονόδρομο, σ’ άλλο τοπίο
ΠΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Στον Νότο μαζευτήκαμε
τη δίσεχτη την ώρα.
Ποτάμι αίμα φτύσαμε,
μα η πληγή λεχώνα.
Ξημέρωσε κι ακόμα…
Πες και κάτι για την Κύπρο,
κύριε Υπουργέ.
Πες για τον μεγάλο λύκο
που μας έφαγε.
Κι εσύ που σφαίρα έριξες
στα πόδια του θηρίου,
ούτε που το φοβέρισες.
Κι η γη του μαρτυρίου
πονάει κι ας είναι χώμα…
Μικρή πατρίδα, δίκοπη.
Γωνιά κουρελιασμένη.
Ποιος άντρας θα ΄ρθει να μου πει
πως είσαι μοιρασμένη;
Ποιος άντρας και ποιο στόμα
ΤΟ ΚΑΧΡΙΝ
Άδε τα τούτα τα βουνά, θαρκέσαι εννά μιλήσουν
τζι όπως χαριεντίζουνται, καρκιάν εννά κουτσίσουν.
Εμείνασιν ελεύτερα μ’ έναν καμόν στο στόμα.
Μιλούν με Πενταδάχτυλον που κάτω που το χώμαν.
Άδε την ρότσαν κοφτερήν, άδε την που αντέχει…
Ίντα μεγάλον έρωταν άραγες σου να έσει;
Οι Τούρτζοι εμοιράσαν την.
Eκάψαν την οι Εγγλέζοι.
Μα η ρότσα τζι η Αγιά Σοφκιά λαλούσιν ενν’ αντέξει.
Εν ηξιάννουμεν ποττέ τούτης της γης τ‘ αλώνια
τζι ας πάσιν κόντρα σιωνωτά σκεδόν πενήντα χρόνια.
Είμαστεν μόνοι τζαι μιτσιοί τζι εγκαταλελειμμένοι,
μα τούντο κάχριν μέσα μας ξυπνά τζαι επιμένει
ΕΙΝΑΙ ΛΑΒΑ (ΕΙΝ’ ΕΛΛΑΔΑ)
Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι.
Το ξερό κλαδί στο τζάκι.
Η βροχή θέλει χειμώνα.
Η αγάπη λίγο ακόμα.
Το λαβράκι θέλει δίχτυ
και ο έρωτας ξενύχτι.
Μέσ’ απ’ της καρδιάς τα βάθη
έχω δει και έχω μάθει.
Είναι λάβα, είν’ Ελλάδα που κυλά.
Είναι έρωτας που βγαίνει απ’ τα βουνά.
Είναι βράχος, είναι πάθος και κρασί.
Είναι βότσαλο που έγινε νησί.
Βγήκε τ’ όνειρο σεργιάνι.
Πλοίο μπήκε στο λιμάνι.
Έδεσε η ζωή στον ντόκο
δίχως λόγια, δίχως κρότο.
Έχω δει κι έχω γνωρίσει
και Ανατολή και Δύση.
Μα η πιο όμορφη σελίδα
είναι η μικρή Πατρίδα.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Κάθε φοράν που σε θωρώ τζι αναστενάζεις,
μαύρην μαντήλαν να φορείς στην τζεφαλήν
τζαι τον πατέραν μου Χριστόν να τον φωνάζεις,
κλαίω που μέσα μου, μανά, να μεν με δεις.
Κάθε φοράν που βάλλεις δεύτερον ποτήριν
τζαι δεύτερην καρέκλαν στο τραπέζιν μας,
θωρώ τον τζύρην μου τζειαμαί στο παραθύριν
αληθινόν, σαν τον Χριστόν, τζαι νεύκει μας.
Τζι αρκέψασιν να λιώννουσιν μέσα στα θκυο σου σέρκα
θκυο τρεις φωτογραφίες του, στην μιαν ήταν γαμπρός.
Εικόνες εγινήκασιν, ανάψαν μες στ’ αστέρκα.
Δείχνεις τες, ξαναδείχνεις τες, μα ποιος τες βλέπει, ποιος;
ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΑΜΑ ΒΓΕΙ
Με χίλια δυο παράπονα η νύχτα ξεχειλίζει.
Του κόσμου το χαράκωμα σκαλίζει απ’ την αρχή.
Κορώνη, Ειρηνούπολη, Κατούνα, Έβρος, Γκύζη,
Ραπτόπουλο, Άγιος Βλάσιος, Γρανίτσα, Καϊμακλί.
Με άσφαιρα περίστροφα ο δράκος δεν τρομάζει,
ούτε ξιπάζεται θεριό μες στην ανακωχή.
Μόνο με κρότο και σπαθί ο θάνατος κοπάζει
κι η ξεραΐλα προσκυνά την πιο ζεστή βροχή.
Στη Ελευσίνα μια φορά, που κάποτε αγαπούσες,
τα καλντερίμια πάγωσαν από βαρύ καημό.
Κι εκεί που Άγιος Έρωτας τις νύχτες κυβερνούσε,
ουρλιάζουν μαύρα αρπαχτικά μες στον βαθύ γκρεμό.
Αυτό το δάκρυ, άμα βγει, ποτάμια θα γεννήσει.
Και τα ποτάμια θάλασσες, θαρρώ, κι ωκεανούς.
Σφαίρα θα γίνει ο θυμός. Μια μέρα θα νικήσει.
Γιατί το δίκιο άμα χυθεί, δεν το χωράει ο νους.
ΠΑΤΡΙΔΑ
Μες στους αιώνες τριγυρνάς,
σκαρί βασανισμένο.
Δε σκιάζεσαι, δεν προσκυνάς.
Βράχο τον βράχο προσπερνάς,
καράβι κουρασμένο.
Μοιάζεις με την υπομονή,
του πέλαγου σανίδα.
Κι απ’ τον βυθό σου μια φωνή
σπαράζει σαν την προσμονή
και τρέμει σαν πατρίδα.
Στο σώμα σου βαθιά πληγή.
Στο χώμα σου μια σφαίρα.
Κι η λευτεριά σου μια κραυγή
που σκίζει τον αγέρα
ΑΚΟΥ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΧΡΥΣΤΑΛΛΟΥ
Άκου, Χρυστάλλα Χρυσταλλού. Τζει πάνω πόννα φτάσεις,
τζει πάνω τζει πόννα τον δεις, μέν μας τον ηξιππάσεις.
Mέμπα τζαι πεις του που ποδά θκιακόσιες ήττες είδες.
Ψέματα πε του, τάχα μου, πως εν καλά οι πατρίδες.
Πε του, «Αρφέ μου, ούλλα δαμαί ένουσιν μέλιν γάλαν».
Πε του, «Ελευτερώσαμεν τζαι Κύπρον τζαι Ελλάδαν».
Μα μες στα μμάθκια μεν τον δεις, γιατί έθθα σε πιστέψει.
Πε του, «Οι Εγγλέζοι εφύασιν χωρίς να πουν μιαν λέξην».
Πε του, «Τζι οι Τούρτζοι εφύασιν τζι ο τόπος εν δικός μας»,
πως «πάτσον μιάλον έφαεν τζαι τούτος ο οχτρός μας».
Άκου, Χρυστάλλα Χρυσταλλού. Τζει πάνω πόννα φτάσεις,
τζει πάνω τζει πόννα τον δεις, μέν μας τον ηξιππάσεις.
Πε του, «Γληόρη μου καλέ, λεβέντη μου τζαι φως μου,
δίκαια εθυσιάστηκεν ο ήρωας ο αρφός μου»
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΑΚΟΜΑ (ΚΕΡΥΝΕΙΑ)
Ξέρω τα καλοκαίρια σου, θυμάμαι τους χειμώνες
θυμάμαι και της άνοιξης τις μυστικές κρυψώνες
θυμάμαι πως με κοίταξαν τα φωτεινά σου μάτια
που έφευγα αμίλητος με την καρδιά κομμάτια
Τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
τίποτα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί
τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
το χώμα περιμένει τη βροχή
Το πλοίο που κοιμήθηκε αιώνες στην καρδιά σου
θ’ ανοίξει πάλι τα πανιά μια μέρα γιορτινή
θα τραγουδάνε στ’ άλμπουρα οι ναύτες τ’ όνομα σου
και θα λυθούν σαν κάποτε τα αρμυρά μαλλιά σου
Τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
τίποτα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί
τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
το χώμα περιμένει τη βροχή
ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΟΥ
Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί
με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου.
Να ‘ρθει το φως και να με βρει
Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή Κερύνεια μου.
Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μες στου σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας που ‘χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Ύστερα θα ‘ρθει μια βροχή
σαν ζυγαριά στην αντοχή Κερύνεια μου.
Οι νότες τέρμα θ’ ανεβούν
Με αίμα οι σταγόνες θα μας βρουν Κερύνεια μου
Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μες στου σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας που ‘χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μαχαιρώνει;
Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μας ενώνει;
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΛΑΡΙΩΝΑ
Στον Άγιο Ιλαρίωνα
τα καλοκαίρια κρύωνα.
Στη Μόρφου, στην Αμμόχωστο,
τ’ άστρα θυμάμαι κι αρρωστώ.
Μες στης Κερύνειας τα στενά
τον έρωτα ανάσταινα.
Στο ματωμένο Κιόνελι
το δάκρυ μου δεν ωφελεί.
Στο Πέντε Μίλι αγάπησα.
Τη θάλασσά του κράτησα.
Στη Λάπηθο, στον Καραβά
κερί το όνειρο άναβα
ΑΡΓΟ ΕΩΘΙΝΟ
Όπως τα ψίχουλα που πέφτουνε στο πάτωμα,
μοιάζουν τα χρόνια της ζωής τα σκονισμένα.
Με τους αμμόσακους σκισμένους στο χαράκωμα
που ξενυχτάνε με τις σφαίρες, με το αίμα.
Σαν ξεχασμένα εισιτήρια μιας παράστασης
που δεν ανέβηκε ποτέ χωρίς αιτία.
Σαν το κερί κείνο το βράδυ της Ανάστασης
που δε μας άναβε για κάποιαν αμαρτία.
Έτσι πηγαίνουμε, θαρρώ, έτσι σωπαίνουμε
μες στο αργό εωθινό της επετείου.
Με το «εν – δυο» των στρατιωτών που ομορφαίνουνε
τις 25 του θλιμμένου μας Μαρτίου.
Με γυαλισμένα τα παράσημα στα στήθια μας,
με τα λουστρίνια που πατάνε και τραντάζουν.
Αχ, μην αφήσεις να φαλτσάρει η αλήθεια μας,
μην κουνηθούμε απ’ τα κάδρα που μας βάζουν.
Με σκουριασμένα τα καράβια στα λιμάνια μας,
με ιστορίες βυθισμένες μες στ’ αμπάρια,
κρατάμε ακόμα σαν παιδί την περηφάνια μας
κι όταν νυχτώνει, αναβοσβήνουμε φεγγάρια.
Κρίμα, ρε μάνα, όλα με βρήκαν ζωντανό.
Ζω ανειρήνευτος κι ακόμα σε θρηνώ.
Όρθιος στέκομαι, δεν έγειρα, δεν προσκυνώ,
μα έχω στ’ αυτιά μου αυτό το αργό εωθινό.
Εσύ όμως, χρόνε, ήσουν μάρτυρας εκεί στα χαρακώματα.
Είδες των λύκων τις ορδές και τα ζυγώματα.
Εσύ, φόβε, ήσουν μάρτυρας κι εκεί όπως σ’ όλα τα ξεριζώματα.
Πενήντα χρόνια ψάχνω να με βρω μέσα στα στοιχειώματα.
Είχα πατέρα κι αδερφούς εκεί ψηλά στα αετώματα,
μέχρι που φύγαν ντροπιασμένοι με εντολές στα ξαρματώματα.
Αφήνει το αίμα μυρωδιά αιώνια στα ριζοχώματα,
μα όποιος ξεχνάει, αδερφέ μου, καταλήγει στα λυκοστόματα.