Ο πρώτος μουσουλμάνος απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου κάνει καριέρα στην Αθήνα
Μέχρι τα 15 του, όταν αποφάσισε να μπει σε μια ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου, ο 23χρονος σήμερα ηθοποιός Γιλμάζ Χουσμέν δεν είχε δει θέατρο. Ο νεαρός ηθοποιός, ο πρώτος μουσουλμάνος απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου, μετά το πρώτο βάπτισμα του πυρός στο «Εθνικό Ντεφιλέ» στο Φεστιβάλ Αθηνών, παίζει στο «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ, μια κωμωδία που εκτυλίσσεται σε μια Ρωσία η οποία βρίσκεται στη δίνη των μεγάλων αλλαγών, με τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν να διαμορφώνουν ένα μωσαϊκό υποκρισίας, αλαζονείας και κενότητας.
— Μεγάλωσες στην Ξάνθη και θέλω να γυρίσουμε πίσω για να μου πεις πότε κατάλαβες ότι θέλεις να ασχοληθείς με το θέατρο.
Νομίζω ήμουν στην εφηβεία όταν συνέβη. Γεννήθηκα στην Αθήνα και με τη μητέρα μου μετακομίσαμε στην Ξάνθη, εκεί μεγάλωσα από πέντε χρονών. Από τα Πατήσια βρεθήκαμε σε ένα μέρος πιο μικρό και πιο οικείο. Οι γονείς μου γεννήθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα, έχουμε τουρκικά επίθετα, είναι το μόνο που με διαφοροποιεί. Στην Ξάνθη συνυπάρχουν δυο πολιτισμοί εδώ και πολλά χρόνια και υπάρχει και μια ενσωμάτωση, φαίνεται άλλωστε όταν γιορτάζουμε από κοινού τις μεγάλες γιορτές, αλλά με το ζήτημα «θρησκεία» δεν είχαμε μεγάλη σχέση, δεν είχαμε ποτέ θέματα.
Νομίζω στάθηκα πολύ τυχερός γιατί και σήμερα ένα παιδί στην επαρχία αν θέλει να κάνει θέατρο δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες με ένα παιδί στην Αθήνα. Για μένα υπήρξε ένας άνθρωπος που είχε ένα εργαστήριο, και όταν είδε τη σχολική παράσταση στην οποία έπαιζα με ενθάρρυνε. Εκεί πήρα μια πρώτη μυρωδιά για το τι μπορεί να σημαίνει θέατρο.
Βγαίνεις με πολλά όνειρα, οτιδήποτε και αν σπουδάσεις, αλλά ο κόσμος του θεάτρου δεν υπήρχε, το επάγγελμα δεν υπήρχε, ήταν σαν να ονειρεύεσαι να καθαρίζεις σύννεφα. Αυτό συνέβη. Και πέρασε η πανδημία, όπως για όλους, με μουσική, με φαγητό, με διάβασμα, έργα που δεν είχα προλάβει στη σχολή να διαβάσω, Νέτφλιξ και άγιος ο θεός.
— Κατάφερες όμως και μπήκες πρώτος στη σχολή του Εθνικού. Το σπίτι σε υποστήριξε ;
Πολύ, η μητέρα μου με στηρίζει πολύ. Σκέφτομαι πως παρόλο που είχαμε περιορισμένη πρόσβαση στο θέατρο, βλέπαμε πολλή τηλεόραση. Εγώ ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε με τις «Σαββατογεννημένες» και το «Πάρα Πέντε» και μέσα από αυτές τις σειρές έπαιρνες μια ιδέα της δουλειάς. Έμαθα ότι υπάρχει Εθνικό και Κρατικό Θέατρο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να μπεις. Πήγα στο Κρατικό, κόπηκα στη δεύτερη φάση, αλλά στο Εθνικό μπήκα πρώτος.
— Οπότε δραματική σχολή και Αθήνα έρχονται μαζί, άλλο περιβάλλον και η εμπειρία της μεγάλης πόλης.
Η σχολή είχε καταπληκτικό περιβάλλον. Κανένας δεν νοιάζεται –και αυτό είναι ωραίο– ούτε τι πιστεύεις ούτε ποιο επίθετο έχεις. Στην Ξάνθη, άλλωστε, δεν σήμαινε τίποτα. Όταν ήρθα στην Αθήνα, κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα κάτι μπορεί να σημαίνει για ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με τη δουλειά μου. Και ότι το χρώμα, που είναι κάτι που φαίνεται, δεν είναι σαν τα πιστεύω μας ή τη θρησκεία, είχε σημασία. Δεν ξέρω τι θα σήμαινε αν ήμουν πιο σκούρος, για παράδειγμα. Είναι διαφορετικό στην Αθήνα να σε λένε Τζέιμς από το να σε λένε Αλί ή Μοχάμετ, αυτό δεν θέλει φιλοσοφία να το καταλάβεις. Όταν συστήνεσαι ως Γιλμάζ, βλέπεις στα μάτια των άλλων διαφορετικό ενδιαφέρον. Εμένα με προστατεύει το ότι δεν έχω προφορά, είμαι παιδί του ελληνικού σχολείου, αυτή είναι η γλώσσα μου, εδώ είναι η πατρίδα μου, δεν είμαι τόσο μελαμψός, πράγμα που θα ήταν ίσως μια άλλη πίστα.
— Γιλμάζ, ανήκεις σε μια γενιά που μόλις τέλειωσε άρχισε η πανδημία. Τι συνέβη σε όλους εσάς τους απόφοιτούς αυτής της χρονιάς;
Μόλις βγήκαμε εμείς σταμάτησαν όλα. Βγαίνεις με πολλά όνειρα, οτιδήποτε και αν σπουδάσεις, αλλά ο κόσμος του θεάτρου δεν υπήρχε, το επάγγελμα δεν υπήρχε, ήταν σαν να ονειρεύεσαι να καθαρίζεις σύννεφα. Αυτό συνέβη. Και πέρασε η πανδημία, όπως για όλους, με μουσική, με φαγητό, με διάβασμα, έργα που δεν είχα προλάβει στη σχολή να διαβάσω, Νέτφλιξ και άγιος ο θεός.
Οι πιο τυχεροί δεν είχαμε οικογενειακές υποχρεώσεις ώστε να επιβαρύνεται το σύστημα ακόμα περισσότερο. Νομίζω το μέγεθος της βλάβης στο επάγγελμά μας φαίνεται από το γεγονός ότι άνθρωποι που τέλειωσαν τη σχολή στην πανδημία και άνθρωποι που είναι είκοσι και τριάντα χρόνια στο επάγγελμα βρέθηκαν στην ίδια θέση, με την ίδια ανασφάλεια.
— Εσύ βρήκες γρήγορα δουλειά;
Όχι αμέσως, αλλά σχετικά νωρίς. Είχαν ακυρωθεί και πολλά πράγματα, έκανα το «Εθνικό Ντεφιλέ» και μετά συνεχίστηκαν οι πρόβες με τον κ. Λιβαθινό.
— Τώρα που έχεις μπει σε έναν δρόμο με καθημερινές παραστάσεις, πώς σου φαίνεται;
Είχα μεγάλη απορία τι σημαίνει η επανάληψη σε αυτό το επάγγελμα και σε αυτή την τέχνη και το ανακαλύπτω. Έχει τρομερό ενδιαφέρον και μου φαίνεται αναζωογονητικό γιατί δεν μπορείς να επαναπαυθείς. Κάθε μέρα, όλη την ημέρα, έχεις στο μυαλό σου ότι έχεις παράσταση, άρα θα επαναδιαπραγματευτείς σε διαφορετικό βαθμό κάθε μέρα αυτό που μπορεί να συμβαίνει στη σκηνή, τι θέλει να πει αυτό το έργο και τι θέλεις να πεις και εσύ γι’ αυτό το έργο. Αυτό δεν σταματά ποτέ, είναι άλλη μια ενδιαφέρουσα μέρα.
— Φοβήθηκες ότι μπαίνεις σε ένα επάγγελμα με ανασφάλεια και ανεργία;
Και αυτό είναι ένα από τα πράγματα που ανακαλύπτω τώρα. Έχω σταθεί τυχερός, αλλά το πρώτο διάστημα, όταν βγήκα από τη σχολή και δεν βρήκα κατευθείαν δουλειά, με ζώσαν τα φίδια. Μετά, με τον καιρό, καταλαβαίνεις ότι θα υπάρχουν περίοδοι που μπορεί να μην έχεις τίποτα, όπως και το να είσαι σε μια δουλειά και να σκέφτεσαι ποια θα είναι η επόμενη. Ένα ρίσκο είναι, το οποίο οι περισσότεροι το ξέρουν πριν το πάρουν.
— Το ξέρουν;
Ναι, νομίζω. Είναι από τα πράγματα που αναφέρει πιο συχνά ο περίγυρος για το επάγγελμα του θεάτρου. Ακόμα και αν το σπίτι σου σε υποστηρίζει, ξέρεις ότι είναι επάγγελμα επισφαλές. Αλλά δεν το κάνεις για λεφτά, δεν το κάνεις για την ασφάλεια, το κάνεις γιατί είσαι 23 και έχεις όνειρα και σου αρέσει η ίδια η αδρεναλίνη που υπάρχει και στην παράσταση, που είναι κάθε μέρα ένας άλλος, ζωντανός οργανισμός, και έχεις απέναντί σου ένα άλλο κοινό που δεν έχει ποτέ την ίδια αντίδραση.
— Πιστεύεις ότι μια σχολή εφοδιάζει καλά έναν σπουδαστή να βγει στο επάγγελμα;
Μια σχολή, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, την κάνουν οι καθηγητές. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που την εκπαίδευση θα τη συνδέσουν με την πιθανότητα της επαγγελματικής σου ζωής και κάποιοι που δεν θα το κάνουν. Είναι άλλο να ακούσεις ότι αυτό θα το χρησιμοποιήσεις και στη δουλειά, ας πούμε η επανάληψη για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως είναι κάτι που ακούς συχνά στη σχολή, τι σημαίνει και πώς κρατάς ένα στάνταρ υψηλό. Νομίζω ότι μια σχολή είναι καλή αν έχει ένα καλό πρόγραμμα σπουδών που προσαρμόζεται αλλά δεν αλλάζει ριζικά όταν αλλάζει ένας διευθυντής. Και φυσικά ξέρουμε όλοι ότι υπάρχουν πολλές σχολές, υπερβολικά πολλές.
Για μένα οι σπουδές θα έπρεπε να είναι ανώτατες, να είναι τετραετείς, να είναι «δύσκολες», για να μπορούμε και όσοι τις διαλέγουμε να έχουμε εφόδια και να βλέπουμε το επάγγελμα σοβαρά, και να μας βλέπουν με τον ίδιο τρόπο και οι γύρω μας. Αυτό το αστείο με το χόμπι να κάνεις θέατρο δεν ισχύει. Κάνεις θέατρο, είσαι σαν επιστήμονας, ένας σοβαρός επαγγελματίας.
— Εσένα ποιες παραστάσεις ήταν αυτές που σου άρεσαν;
Αυτές που με άγγιξαν είναι οι παραστάσεις που στο κέντρο τους, στον άξονά τους είναι το θέμα του έργου και όχι ο τρόπος με τον οποίο θα χειριστεί το έργο ο εκάστοτε σκηνοθέτης. Φυσικά μια παράσταση είναι δημιούργημα ενός σκηνοθέτη, αλλά έχω δει να χάνεται το έργο προς τιμήν του τρόπου διαχείρισης ενός θέματος. Αυτό την ίδια στιγμή έχει να κάνει, νομίζω, απολύτως με την ταχύτητα στην οποία ζούμε. Ότι πρέπει να αντεπεξέλθει κανείς, είτε ως σκηνοθέτης είτε ως ηθοποιός, σε ένα έργο με μεγάλη ταχύτητα και μάλιστα να μη συμβεί μία φορά τον χρόνο, για να μπορέσει και να ζήσει από το επάγγελμά του.
Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος τον οποίο χρειάζεσαι για να αφοσιωθείς σε ένα έργο, να συγκεντρωθείς και να εμβαθύνεις σε ένα έργο, δεν υπάρχει, και είσαι τυχερός αν σου συμβεί. Και για τους ηθοποιούς ισχύει αυτό, απασχολείται το μυαλό σου με αυτό που θα παίξεις τον επόμενο μήνα. Δηλαδή, η ερμηνεία, για να την οργανώσεις και να την υπηρετήσεις, θέλει μια τεράστια αντίσταση στο τσουνάμι ταχύτητας που υπάρχει σε όλα γύρω μας.
— Εσύ θέλεις να δουλεύεις με σκηνοθέτες, να κάνετε ομάδα, πώς το σκέφτεσαι;
Το ένα έχει να κάνει με μια τάση νομαδική, θέλεις να γνωρίσεις έργα, σκηνοθέτες, τους ανθρώπους του επαγγέλματός σου, διαπραγματεύεσαι αλλιώς τα θέματα, τα διαφορετικά έργα, το άλλο έχει να σου δώσει μια βάση, ένα σπίτι και μια συνεννόηση. Εμένα, τώρα, ακόμα με ενδιαφέρει να εξερευνήσω το τοπίο.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν πολύ ταλέντο, αλλά θέλω να δω τι θα μας πουν οι νέοι σκηνοθέτες, που έχουν πολύ λιγότερες ευκαιρίες από τους νέους ηθοποιούς και πολύ λιγότερο χώρο.
— Από τον Μάρτιο θα παίζεις στον «Μισάνθρωπο» της Άντζελας Μπρούσκου και το καλοκαίρι θα είσαι σε περιοδεία με το «Ακούω Ήχον Κώδωνος» σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου.
Ανυπομονώ φυσικά και για το υπόλοιπο της σεζόν και για την περιοδεία και τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Μαζεύεις εμπειρίες και εύχεσαι να είναι και οι προσδοκώμενες. Εκπληρώνεται η προσδοκία να είμαι στη δουλειά, μου δίνει μεγάλη χαρά να είμαι μέσα στην τέχνη και το επάγγελμα, μέσα σε αυτό που ονειρευόμουνα να κάνω. Δεν είναι μόνο το οικονομικό, εννοώ δεν θέλεις να έχεις δουλειά μόνο για να έχεις μεροκάματο, που καθόλου δεν το υποτιμώ, θέλεις να είσαι στη δουλειά γιατί θέλεις να επικοινωνήσεις, να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο που σε κοιτάζει όταν παίζεις.
Υπάρχει και η δημοσιότητα, και σε ποιον δεν αρέσει να γίνεται γνωστός από τη δουλειά του και να τον αγαπούν και να είναι –ακόμα και αυτό– και διάσημος; Ναι, και διάσημος. Αλλά δεν μπορεί να είναι αυτός ο λόγος που γίνεσαι ηθοποιός. Δεν μπορεί ή δεν αρκεί να είναι μόνο αυτός ο λόγος. Γίνεσαι ηθοποιός για κάτι βαθύτερο, μια ανάγκη που δεν την ξέρεις καλά-καλά, και νομίζω ότι όσο δουλεύεις και ενδιαφέρεσαι να κάνεις ένα βήμα τη φορά, το ανακαλύπτεις και μαζί με αυτό ανακαλύπτεις και τον εαυτό σου.
lifo.gr