Ειδικότερα, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς που συνομίλησαν με την «Ν», τα κίτρινα ex-post τιμολόγια εμφανίζονται έως και 30% φθηνότερα από τα πράσινα τιμολόγια των εταιρειών, ποσοστό που βέβαια που διαφέρει από μήνα σε μήνα, καθώς μεταβάλλονται οι συντελεστές που προσδιορίζουν τις τελικές χρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι αυξομειώσεις που εμφανίζουν τα κίτρινα τιμολόγια είναι κατά κανόνα μικρότερες έναντι των πράσινων, καθιστώντας τα έτσι πιο ελκυστικά στις προτιμήσεις των καταναλωτών, ακόμα και τις «στιγμές» που προσομοιάζουν οι χρεώσεις μεταξύ τους ανάμεσα στους δύο τύπους των τιμολογίων.
Γιατί προτιμούν τα κίτρινα
Ενδεικτικά το 70% των καταναλωτών που επιλέγουν να μετακινηθούν σε άλλο πάροχο εντάσσονται στο κίτρινο τιμολόγιο με το υπόλοιπο 30% να διαλέγουν την σταθερή χρέωση του «μπλε» τιμολογίου.
Αξίζει να σημειωθεί, όπως μεταφέρουν αρμόδιες πηγές της αγοράς, ότι η φθηνότερη χρέωση του κίτρινου ex-post τιμολογίου έναντι του πράσινου στηρίζεται στο μικρότερο ρίσκο που εμπεριέχει για τον προμηθευτή, γεγονός που επιτρέπει στον τελευταίο να διαμορφώσει πιο ανταγωνιστικές τιμές προκειμένου να προσελκύσει νέους πελάτες και να διευρύνει το πελατολόγιό του.
Αναλυτικότερα, στην περίπτωση των «πράσινων» τιμολογίων, τα περιθώρια των εταιρειών ως προς την διαμόρφωση των χρεώσεων είναι σημαντικά μικρότερα καθώς «αγοράζουμε με σημερινή τιμή από το Χρηματιστήριο Ενέργειας σε κόστος προηγούμενων μηνών», όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά. Ο εν λόγω «ετεροχρονισμός» ανάμεσα στην αγορά και την πώληση της ενέργειας για ένα προμηθευτή περιορίζει την όποια ευελιξία στην εμπορική πολιτική προκειμένου να διατηρεί σταθερά ελκυστική την τελική χρέωση για τον καταναλωτή. Ενδεικτικό είναι ότι για τον μήνα Ιούνιο, οι χρεώσεις των «πράσινων» τιμολογίων αυξήθηκαν από 12% έως και 70% με την συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών προμήθειας να επιλέγουν να μην αναπροσαρμόσουν την εκπτωτική τους πολιτική προκειμένου να διατηρήσουν ελκυστικότερα τα «πράσινα» πακέτα τους.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι οι εταιρείες προμήθειας δεν «τρέχουν» καμπάνιες για την μετακίνηση υφιστάμενων πελατών τους από το «πράσινο» τιμολόγιο προς το «κίτρινο», καθώς, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πελατών κατέπεσε εξαρχής στο «πράσινο» χωρίς κάποια διάθεση να αναζητήσει κάτι διαφορετικό. Υπενθυμίζεται ότι το 70% και πλέον των καταναλωτών πέρασαν στα «πράσινα» τιμολόγια κατά την έναρξη ισχύος του νέου μοντέλου με ένα πολύ μικρό μέρος αυτών να αναζήτησαν κάτι άλλο τότε.
«Κολοβή» κινητικότητα
Την ίδια στιγμή, όπως μεταφέρουν πηγές της αγοράς, η κινητικότητα των πελατών αναλώνεται στην ανακύκλωση ενός «πελατολογίου» που μετακινείται μεταξύ των ιδιωτών προμηθευτών χωρίς αυτό να «ανοίγει» ευρύτερα στην αγορά. Μάλιστα, όπως σημειώνουν, το τελικό αποτύπωμα στα χαρτοφυλάκια των εταιρειών είναι «μηδέν» με τις διαρροές πελατών να εξισορροπούνται από τις εισροές. Η παραπάνω εικόνα, όπως σχολιάζουν, αναδεικνύει ότι η αγορά δεν έχει ανοίξει, εννοώντας την μετακίνηση πελατών από την ΔΕΗ, όπου και βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών, προς τους ιδιώτες προμηθευτές.
Μάλιστα, όπως εκτιμάται η κατάσταση αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει δραματικά μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια, παρασύροντας αναλόγως και τις εμπορικές πολιτικές των εταιρειών που για την ώρα, έχουν μικρά περιθώρια διαφοροποίησης από περίπτωση σε περίπτωση. Επιπρόσθετα, οι αλλεπάλληλες αλλαγές στο σύστημα τιμολόγησης σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που απορρέει από τις μηνιαίες τιμές αποτρέπουν την πλειοψηφία των καταναλωτών να ασχοληθούν, «ακυρώνοντας» έτσι, λίγο έως πολύ, τις εμπορικές πολιτικές των εταιρειών ως προς το νόημά τους.
Στέλεχος της αγοράς ανέφερε χαρακτηριστικά πως «ένας καταναλωτής αγωνίζεται να καταλάβει πως λειτουργεί το σύστημα και όταν καταλάβει, βλέπει ότι αυτό δεν έχει διάρκεια, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι εν τέλει δεν έχει κανένα νόημα να ασχοληθεί». Σε πιο ώριμες αγορές της Ευρώπης, όπως προσθέτει ο ίδιος, κυριαρχούν 2ετή και 3ετή σταθερά συμβόλαια, σταθερές τιμές που δίνουν μια ορατότητα στον καταναλωτή σε βάθος χρόνου, σε αντίθεση με την ελληνική αγορά που το ενεργειακό κόστος δύναται να αλλάξει δραματικά από μήνα σε μήνα, «τορπιλίζοντας» τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Οι τιμές στην χονδρεμπορική αγορά
Τέλος, να αναφέρουμε ότι η τιμή χονδρικής ρεύματος για σήμερα «έκλεισε» με άνοδο 30,37% σε σχέση με χθες Κυριακή 16 Ιουνίου στα 117.39 ευρώ ανά μεγαβατώρα από 90,04 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Ο βασικός λόγος είναι η κυριαρχία του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα με ποσοστό 43.98% ενώ ακολουθούν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας με 28.21%, οι εισαγωγές με 11.31%, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με 6.85% και οι λιγνιτικές μονάδες με 4.51%.
Ως γνωστόν, η μείωση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ημερήσιο ενεργειακό μίγμα πυροδοτεί αυξήσεις στην τιμή εκκαθάρισης της αγοράς με το ακριβότερο φυσικό αέριο να καταλήγει να καθορίζει την οριακή τιμή συστήματος. Σημειώνεται ότι ανάλογη εικόνα εμφάνισε το ελληνικό ενεργειακό σύστημα το Σάββατο 15 Ιουνίου με την τιμή να αυξάνεται κατά 24.88% σε σχέση με την Παρασκευή και να μειώνεται εν συνεχεία κατά 11.91% την Κυριακή, μέρα όμως που οι ανάγκες του συστήματος είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τις υπόλοιπες. Σε κάθε περίπτωση, στα μέσα του μήνα η μέση χονδρεμπορική τιμή για τον Ιούνιο αγγίζει τα 95 ευρώ/MWh, τέταρτη υψηλότερη πανευρωπαϊκά και 15% αυξημένη σε σχέση με τον Μάιο που έκλεισε λίγο πάνω από τα 80 ευρώ/MWh.
Με άλλα λόγια διαμορφώνονται συνθήκες «καύσωνα διαρκείας» στις τιμές ηλεκτρισμού που προμηνύουν νέες αυξήσεις στα κυμαινόμενα τιμολόγια λιανικής για τον Ιούλιο και προϊδεάζουν για αύξηση της κινητικότητας μεταξύ παρόχων και μεταξύ χρωμάτων στα τιμολόγια, καθώς τόσο τα μπλε όσο και πολλά κίτρινα τιμολόγια εμφανίζονται πολύ ελκυστικότερα από τα πράσινα τιμολόγια στα οποία βρίσκεται ακόμα η πλειονότητα των νοικοκυριών.