Βιβλίο: «Θάλασσα» του Κώστα Σούκα – Η ψυχή απογυμνωμένη από κάθε τι επιφανειακό και ψεύτικο

Βιβλίο: «Θάλασσα» του Κώστα Σούκα – Η ψυχή απογυμνωμένη από κάθε τι επιφανειακό και ψεύτικο

Κώστας Σούκας, «Θάλασσα», εκδόσεις Τόπος. Μια νουβέλα στην οποία «η ανθρώπινη ψυχή, μέσα από δοκιμασίες, φόβους, αγωνίες και λιποψυχίσματα, λυγίζει και ορθώνεται, […] και απογυμνωμένη από κάθε τι επιφανειακό και ψεύτικο φτάνει στην ουσία της ύπαρξής της». Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Ρέμπραντ «Ο Χριστός στη Θύελλα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» (1633, λεπτομέρεια).

Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη-συγγραφέας & εκπαιδευτικός

Οι εκδόσεις Τόπος, μέσα από τη σειρά τους «Τα αειθαλή» επανεκδίδουν σημαντικά έργα Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, τα οποία, «για διαφορετικούς λόγους, περιέπεσαν σε κατάσταση λήθης, και των οποίων η αειθαλής αξία επιτάσσει το ξαναδιάβασμά τους υπό το φως της εποχής μας». Ένα από αυτά είναι και η νουβέλα του Κώστα Σούκα Θάλασσα, που πρωτοεκδόθηκε το 1943, απέσπασε πολύ θετικές κριτικές και έκανε τον συγγραφέα της γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους.

Η πάλη του ανθρώπου με το υγρό στοιχείο

Μετά από τη φωτιά που ξεσπά εν πλω στο αμπάρι του φορτηγού πλοίου όπου εργάζονται, δεκατρείς άνθρωποι βρίσκονται σε μια σωσίβια λέμβο, παλεύοντας με τα κύματα. Ο πλοίαρχος, ο υποπλοίαρχος, δυο θερμαστές, ένας μηχανικός, ένας ασυρματιστής, ένας καρβουνιάρης. Τουρτουρίζουν καθώς ο δυνατός αέρας περονιάζει το σώμα τους και τα ρούχα τους μουσκεύουν από τη βροχή και το χιονόνερο. Η βάρκα τους τραμπαλίζεται σαν καρυδότσουφλο, καθώς τα τεράστια κύματα τη χτυπάνε από κάθε πλευρά. Οι άντρες κωπηλατούν με βάρδιες, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν κοντά στη στεριά, ή θα τους περισυλλέξει κάποιο διερχόμενο καράβι. Δεν μπορούν να προσανατολιστούν, αφού η διαρκής συννεφιά τους εμποδίζει να δουν τον ήλιο ή τα αστέρια και να υπολογίσουν τη θέση τους ή να σχεδιάσουν την πορεία τους.

Στην αρχή προσπαθούν όλοι να είναι ψύχραιμοι, παλεύουν να διατηρήσουν το θάρρος και την ανθρωπιά τους, να μην τους κυριέψει ο φόβος και ο πανικός.

Το φαγητό είναι λιγοστό, το νερό ελάχιστο. Στην αρχή προσπαθούν όλοι να είναι ψύχραιμοι, παλεύουν να διατηρήσουν το θάρρος και την ανθρωπιά τους, να μην τους κυριέψει ο φόβος και ο πανικός. Κάνουν αστεία για να εκτονώσουν τη στεναχώρια και την αγωνία τους. Καθώς όμως περνάνε οι μέρες και η κατάσταση δεν αλλάζει, οι αντοχές τους δοκιμάζονται, αρχίζουν να χάνουν το κουράγιο τους. Κι όταν ένας από τους συντρόφους τους πεθαίνει, η κατάσταση στη βάρκα αρχίζει να αλλάζει δραματικά.

Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης

Πότε σταματά κάποιος να λειτουργεί σαν άνθρωπος; Πότε παύει να βλέπει τους άλλους γύρω του, και να νοιάζεται για την ύπαρξή τους; Πότε περνάει το όριο που τον χωρίζει από το κτήνος; Όταν το σώμα του δεν αντέχει άλλη καταπόνηση, όταν ο πόνος και η πείνα δεν υποφέρονται, όταν έχει χαθεί κάθε ελπίδα και υπάρχει μόνο ο φόβος. Τότε σταματούν τα πάντα και λειτουργεί μόνο το ένστικτο. Σε άλλους, αυτό συμβαίνει πολύ νωρίς, άλλοι αντέχουν λίγο παραπάνω. Υπάρχουν κι εκείνοι που αργούν πολύ να φτάσουν σε αυτό το σημείο, ή επιλέγουν, με όποιο κόστος, να μην φτάσουν ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Και οι επιβαίνοντες στην βάρκα, δεν ανήκουν όλοι στην ίδια κατηγορία ανθρώπων.

Σ’ αυτή την αναμέτρηση με τα στοιχεία της φύσης, στην ανήλεη πάλη με το νερό, μπολιάζει τόσο το νου των επιβαινόντων στη βάρκα ο τρόμος, που κάποιων οι καρδιές πετρώνουν και σταματούν να λειτουργούν σαν άνθρωποι. Η επιβίωση είναι το μόνο που τους απασχολεί. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επικρατεί όλων των άλλων. Δεν υπάρχει τιμή, ανθρωπιά, συμπόνοια, ενσυναίσθηση ή συντροφικότητα.

Ένας μουγγός τρόμος, που γίνεται απελπισία και απόγνωση. Στέκονται σχεδόν γυμνοί από ρούχα απέναντι στο κρύο, στη βροχή και στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, γυμνοί από δύναμη απέναντι στον φόβο του θανάτου.

Ο τρόμος του θανάτου είναι εκεί, καραδοκεί στο σκοτάδι που με δυσκολία αντιπαλεύει το λαδοφάναρό τους, στην άβυσσο που χάσκει μπροστά τους κάθε φορά που το κύμα τους σηκώνει ψηλά, στη δύναμη των στοιχείων της φύσης που είναι όλα εναντίον τους. Ένας μουγγός τρόμος, που γίνεται απελπισία και απόγνωση. Στέκονται σχεδόν γυμνοί από ρούχα απέναντι στο κρύο, στη βροχή και στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, γυμνοί από δύναμη απέναντι στον φόβο του θανάτου. Ο φόβος τους πλέον έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Αγγίζει τα όρια της τρέλας.

Η σταδιακή αυτή μεταμόρφωση των ναυτικών, περιγράφεται με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία από τον συγγραφέα. Παρακολουθούμε την κλιμάκωση, την ένταση και την ταχύτητα της αλλαγής, ανάλογα με τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα και το ψυχικό του απόθεμα.

«Είναι κάτι φοβερές ώρες στη ζωή τ’ ανθρώπου!»

Το βιβλίο, είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών, των απλών ανθρώπων του λιμανιού, που μπαρκάρουν γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο βιοπορισμού, που εξαρτούν τη ζωή τους από τις διαθέσεις της γοητευτικής αλλά και επικίνδυνης θάλασσας, η οποία αλλάζει πρόσωπα και διαθέσεις και απαιτεί το ολοκληρωτικό τους δόσιμο στα χέρια της. Το κείμενο ανήκει στο είδος του κοινωνικού ρεαλισμού, και απεικονίζει εμφατικά τη ζωή των ανθρώπων της εργατικής τάξης, και τον αγώνα τους για επιβίωση. Δεν υπάρχουν ήρωες, ρομαντισμοί ή μελοδραματικά στοιχεία. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που οι καταστάσεις τους ωθούν στα άκρα, που δοκιμάζουν τις αντοχές τους, που καλούνται να δείξουν την ψυχική τους δύναμη, όταν ο φόβος και η απελπισία έχει κουρσέψει και έχει γυμνώσει την ψυχή τους. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη μοίρα τους και φτάνουν στα όριά τους.

Χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ανθρώπων του λιμανιού και το ιδιόλεκτο των ναυτικών, και, επιπλέον, δίνει την εντύπωση ότι κάποιες φορές εφευρίσκει δικές του λέξεις, μοναδικές, οι οποίες ταιριάζουν απολύτως σε αυτά για τα οποία θέλει να μιλήσει.

Ο συγγραφέας κρατά ως το τέλος ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την αξιοθαύμαστη παραστατικότητα και τις γλαφυρότατες περιγραφές της καταιγίδας, της θαλασσοταραχής, του αγώνα των ναυτικών να μείνουν ζωντανοί. Αν και όλο το βιβλίο αναφέρεται στην εβδομάδα κατά την οποία οι δεκατρείς άντρες είναι μέσα στη βάρκα, παλεύοντας να επιβιώσουν και να μην τους καταβάλλει η μανία των στοιχείων της φύσης, αν και η κατάσταση που επικρατεί κάθε μέρα είναι σχεδόν η ίδια, αυτή λοιπόν την ίδια κατάσταση, ο συγγραφέας βρίσκει κάθε φορά άλλο τρόπο, διαφορετικό να την περιγράψει. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ανθρώπων του λιμανιού και το ιδιόλεκτο των ναυτικών, και, επιπλέον, δίνει την εντύπωση ότι κάποιες φορές εφευρίσκει δικές του λέξεις, μοναδικές, οι οποίες ταιριάζουν απολύτως σε αυτά για τα οποία θέλει να μιλήσει. Λέξεις επιλεγμένες προσεκτικά, λέξεις με πολλές παρηχήσεις, που και ο ήχος τους προσιδιάζει στον ήχο του νερού, της θάλασσας, του κυματισμού και της περιδίνησης. Λέξεις που φτιάχνουν εικόνες δυνατές, απόκοσμες, ποτισμένες ιδρώτα και αλμύρα, πείσμα και προσπάθεια, πόνο και αγωνία. Μια λεκτική θαλασσογραφία, ζωντανή, παλλόμενη, καθηλωτική.

Μια λεκτική θαλασσογραφία, ζωντανή, παλλόμενη, καθηλωτική.

Ο συγγραφέας δεν κάνει καμία προσπάθεια να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη. Προσπαθεί απλά να αποδώσει πιστά την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία η ανθρώπινη ψυχή, μέσα από δοκιμασίες, φόβους, αγωνίες και λιποψυχίσματα, λυγίζει και ορθώνεται, φανερώνοντας τη θέληση, το πείσμα και την αντοχή της, και, όπου, απογυμνωμένη από κάθε τι επιφανειακό και ψεύτικο, φτάνει στην ουσία της ύπαρξής της.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Μέσα στο σκοτάδι το νερό άνοιξε και τον δέχτηκε. Εχάραξε μικρούς φωτερούς κύκλους, όπως τους ζωγράφισε το φανάρι. Οι κύκλοι απλώθηκαν, παίξαν στο φως, στις κίτρινες πιτσιλιές, και σβήσαν από πάνω του. το νερό τύλιξε και χώνεψε ήσυχα το παιδεμένο του κορμί. Οι πιο πολλοί νιώσαν κάποιο ξαλάφρωμα, γιατί δεν βρισκόταν πια στη βάρκα ο πεθαμένος. Τους τάραζε να τον βλέπουν στο πλάι τους. Στεκότανε βαριά η σκιά του απάνω τους. Κανείς όμως δεν τον έκλαψε, όπως και τον λοστρόμο. Ακόμα κι ο Μαλάμος, κι αυτός δεν τονε συλλογίστηκε πια.»

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

soukas photo

Ο Κώστας Σούκας (1894/1896-1981) γεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στον Πειραιά και ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της γενιάς του μεσοπολέμου. Στη γενέτειρά του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, χρονογράφος και φιλολογικός συνεργάτης στον τοπικό και αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και ως υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με την έκδοση του μυθιστορήματος «Αποστόλης Καρλάς» (με το ψευδώνυμο Κ. Χαλδαίος) το 1935. Γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε κυρίως με την έκδοση της νουβέλας «Θάλασσα» το 1943. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1957), για το έργο του «Το ποινικό μητρώο μιας εποχής». Με σαφείς επιρροές από το έργο των Ντοστογιέφσκι και Μπερντιάγιεφ, αλλά και από τη δημοσιογραφική πείρα του συγγραφέα, το έργο του κινείται στο χώρο του κοινωνικού ρεαλισμού με αξιόλογα ψυχογραφικά στοιχεία, είναι θεματικά εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών και των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά και σταθερά προσανατολισμένο γύρω από την αγωνία του συγγραφέα για την κατάκτηση και διατήρηση της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου, στα πλαίσια των κοινωνικών προβλημάτων που τον περιβάλλουν.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μοιραστείτε τό